ὑπεροίομαι: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(6_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoiomai | |Transliteration C=yperoiomai | ||
|Beta Code=u(peroi/omai | |Beta Code=u(peroi/omai | ||
|Definition= | |Definition=to [[be very self-conceited]], aor. part. -ησάμενοι, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—also [[ὑπεροιάζομαι]], Phot., Suid., prob. in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεροίομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[λίαν]] [[οἰηματίας]], «ὑπεροιησάμενοι· ὑπερηφανοῦντες» Ἡσύχ.: [[ὡσαύτως]] ὑπεροιάζομαι, «ὑπεροιαζομένου, ὑπερηφανευομένου» Φώτ., Σουΐδ. | |lstext='''ὑπεροίομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[λίαν]] [[οἰηματίας]], «ὑπεροιησάμενοι· ὑπερηφανοῦντες» Ἡσύχ.: [[ὡσαύτως]] ὑπεροιάζομαι, «ὑπεροιαζομένου, ὑπερηφανευομένου» Φώτ., Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ὑπεροιάζομαι]] Α<br /><b>(αποθ.)</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[είμαι]] υπερβολικά [[φαντασμένος]], υπέρμετρα [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἴομαι]] «[[πιστεύω]], [[θεωρώ]], [[προμαντεύω]], [[φαντάζομαι]]». Ο τ. [[ὑπεροιάζομαι]] [[είναι]] [[εκφραστικός]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
to be very self-conceited, aor. part. -ησάμενοι, Hsch.:—also ὑπεροιάζομαι, Phot., Suid., prob. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 1199] (s. οἴομαι), eine übermäßige Meinung von sich haben, überaus eingebildet von sich sein, VLL., die es ὑπερηφανεύομαι erklären.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροίομαι: ἀποθ., εἶμαι λίαν οἰηματίας, «ὑπεροιησάμενοι· ὑπερηφανοῦντες» Ἡσύχ.: ὡσαύτως ὑπεροιάζομαι, «ὑπεροιαζομένου, ὑπερηφανευομένου» Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
και ὑπεροιάζομαι Α
(αποθ.) (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) είμαι υπερβολικά φαντασμένος, υπέρμετρα αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + οἴομαι «πιστεύω, θεωρώ, προμαντεύω, φαντάζομαι». Ο τ. ὑπεροιάζομαι είναι εκφραστικός σχηματισμός κατά τα ρ. σε -άζω].