Δωρικός: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Dorikos | |Transliteration C=Dorikos | ||
|Beta Code=*dwriko/s | |Beta Code=*dwriko/s | ||
|Definition= | |Definition=Δωρική, Δωρικόν, [[Doric]], Hdt.8.43, Th.3.95, etc.: Comp. Δωρικώτερος A.D.Adv.159.27. Adv. [[Δωρικῶς]] Id.Pron.48.27, S.E.M.1.78: Comp. Δωρικώτερον A.D.Synt. 159.16. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
Δωρική, Δωρικόν, Doric, Hdt.8.43, Th.3.95, etc.: Comp. Δωρικώτερος A.D.Adv.159.27. Adv. Δωρικῶς Id.Pron.48.27, S.E.M.1.78: Comp. Δωρικώτερον A.D.Synt. 159.16.
Spanish (DGE)
(Δωρῐκός) Δωρική, Δωρικόν
I 1dórico, dorio del pueblo ἔθνος Hdt.7.99, 8.43, Scymn.Fr.25, γένος Hdt.1.56
•del territorio χῶροι Hdt.7.102, τῶν ... τὰς Δωρικὰς πόλεις κτισάντων Isoc.Ep.9.3, cf. Ephor.231, Scymn.291, 629, Ἄργος S.OC 1301, τετράπολις Str.9.3.1, St.Byz.s.u. Ἀκύφας, ἀποικία Scymn.262
•de pers. ἀνήρ AP 7.231 (Damag.), Σικελίας σκαπτοῦχος ὁ Δωρικός Archimel.SHell.202.17
•ref. la lengua ὄνομα Pl.Cra.409a, ῥBold textῆμα EM α 1537, διάλεκτος Iambl.VP 242, 243, EM 391.14G., cf. Hdn.Gr.2.57, πρόθεσις Sch.Theoc.1.2e
•neutr. plu. subst. τὰ Δωρικά (ῥήματα) las formas verbales dorias A.D.Synt.213.15, ἄλλα τινὰ Δωρικά Choerob.in Theod.123.11
•rel. las instituciones νόμιμα Th.6.4, ἀριστοκρατία Plu.Arat.2
•de cosas πέπλοι A.Pers.183, ἄρτος Theoc.24.138, προσκεφάλαια Ath.255e
•mús. Δωρικὴ ἁρμονία = modo dorio Sch.Pi.O.1.26c
•en arq. de estilo dórico τρίγλυφοι E.Or.1372, τὸ ἐπίκρανον IG 22.1665.21, cf. 1666A.55 (ambas IV a.C.), ID 500A.15 (III a.C.), κίων Poll.7.121.
2 neutr. subst. τὸ Δωρικόν = el pueblo dorio, la estirpe doria Paus.2.13.1, 10.8.2, Str.8.1.2.
II adv. Δωρικῶς = en dialecto dorio τὸ δὲ σὰν ἀντὶ τοῦ σίγμα Δωρικῶς εἰρήκασιν Ath.367a, cf. Philist.63, Apollon.Lex.s.uu. ἁμάς, τύνη, Hdn.Gr.1.252, Porph.ad Il.9.378, St.Byz.s.u. Μῆλος, op. Αἰολικῶς S.E.M.1.78, cf. Epiph.Const.Haer.42.12.3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dorien.
Étymologie: Δωριεύς.
German (Pape)
dorisch, Her. und Att. die gew. Form.
Russian (Dvoretsky)
Δωρικός: дорический, дорийский Trag., Her., Thuc., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Δωρικός: -ή, -όν, Ἡρόδ. 8. 43, Τραγ., κτλ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ. Δωριακός, ποιητ. ἀντὶ Δωρικός, Θουκ. 2. 54.
Greek Monotonic
Δωρικός: -ή, -όν, Δωρικός, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.