κέγχρινος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kegchrinos | |Transliteration C=kegchrinos | ||
|Beta Code=ke/gxrinos | |Beta Code=ke/gxrinos | ||
|Definition=η, ον, [[made of millet]], κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; <b class="b3">ἡ κεγχρίνη</b> [[millet-pottage]], Hsch. | |Definition=η, ον, [[made of millet]], κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; <b class="b3">ἡ κεγχρίνη</b> [[millet-pottage]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, made of millet, κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; ἡ κεγχρίνη millet-pottage, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1410] von Hirse gemacht, Diosc.; ἡ κεγχρίνη, Hirsebrei, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κέγχρῐνος: -η, -ον, ἐκ κέγχρου παρεσκευασμένος, κ. ἄλευρον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.·- ἡ κεγχρίνη, ἕψημα. πόλτος, «σοῦπα» ἐκ κέγχρου, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κέγχρινος, -ίνη, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει παρασκευαστεί από κεχρί
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κεχρίνη
σούπα από κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, -ο + επίθημα -ινος (πρβλ. πήλινος, σάρκινος)].