σκάλαυθρον: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skalafthron | |Transliteration C=skalafthron | ||
|Beta Code=ska/lauqron | |Beta Code=ska/lauqron | ||
|Definition=τό, [[oven-rake]], gloss on [[σπαύλαθρον]], Hsch.; on [[σπάλαυθρον]], Phot.; cf. [[σκάλευθρον]], [[σπάλαθρον]]. | |Definition=τό, [[oven-rake]], gloss on [[σπαύλαθρον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; on [[σπάλαυθρον]], Phot.; cf. [[σκάλευθρον]], [[σπάλαθρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, oven-rake, gloss on σπαύλαθρον, Hsch.; on σπάλαυθρον, Phot.; cf. σκάλευθρον, σπάλαθρον.
Greek (Liddell-Scott)
σκάλαυθρον: καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, ὄργανον δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Πολυδ. Ι΄, 113 ἔχει σπάλαθρον, καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι εἶναι σκάλευθρον, σπάλαθρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον.
German (Pape)
s. σκάλευθρον.