πολύρρηνος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyrrinos | |Transliteration C=polyrrinos | ||
|Beta Code=polu/rrhnos | |Beta Code=polu/rrhnos | ||
|Definition= | |Definition=πολύρρηνον, = [[πολύρρην]] ([[rich in lambs]]), of a person, ''Od.'' 11.257 ; of a country, A. ''Eleg.'' 3 ; σταθμός QS. 2.331. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύρρηνος -ον [πολύς, ἀρήν] rijk aan lammeren. | |elnltext=πολύρρηνος -ον [[[πολύς]], [[ἀρήν]]] [[rijk aan lammeren]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[πολύρρην]]; <i>Od</i>. 11.257; [[πατρίς]], Aeschyl. <i>ep</i>. 1 (VII.255). | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύρρηνον, = πολύρρην (rich in lambs), of a person, Od. 11.257 ; of a country, A. Eleg. 3 ; σταθμός QS. 2.331.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πολύρρην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρρηνος -ον [πολύς, ἀρήν] rijk aan lammeren.
German (Pape)
= πολύρρην; Od. 11.257; πατρίς, Aeschyl. ep. 1 (VII.255).
Russian (Dvoretsky)
πολύρρηνος: Hom., Aesch. = πολύρρην.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα, πολύρρην
2. (για χώρα) αυτός που εκτρέφει πολλά πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρρηνος (< ῥήν, βλ. λ. πολύρρην)].
Greek Monotonic
πολύρρηνος: -ον (ῥήν), πλούσιος σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ. έχουμε ετερόκλ. ονομ., ἄνδρες πολύρρηνες, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρηνος: -ον, ὁ πολλὰ ποίμνια ἔχων, Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ ναῖε πολύρρηνος Ὀδ. Λ. 256· ἐπὶ χώρας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., ἔχομεν ἑτερόκλιτον ὄνομ., ἄνδρες πολύρρηνες Ἰλ. Ι. 154, 296, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 3· δοτική τις πολύρρηνι μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.· καὶ ὀνομ. πολύρρην ἀπαντᾷ παρά τινι Ποιητῇ ἐν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 15.
Middle Liddell
πολύρ-ρηνος, ον, [ῥήν]
rich in sheep, Od.:—in pl. we have a heterocl. nom., ἄνδρες πολύρρηνες Il.