σπερμολογικός: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spermologikos
|Transliteration C=spermologikos
|Beta Code=spermologiko/s
|Beta Code=spermologiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a]] σπερμολόγος ''III'', [[frivolous]], <b class="b3">περίεργα καὶ σ</b>. Id.2.664a.</span>
|Definition=σπερμολογική, σπερμολογικόν, like a σπερμολόγος ''III'', [[frivolous]], <b class="b3">περίεργα καὶ σ.</b> Id.2.664a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ή, όν, von der Art eines [[σπερμολόγος]], schmarotzerartig, possenhaft; καὶ [[περίεργος]], Plut. Symp. 4, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ή, όν, von der Art eines [[σπερμολόγος]], schmarotzerartig, possenhaft; καὶ [[περίεργος]], Plut. Symp. 4, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[de parasite]], [[de bouffon]].<br />'''Étymologie:''' [[σπερμολόγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπερμολογικός:''' [[бессодержательный]], [[пустой]] ([[περίεργος]] καὶ σ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπερμολογικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς σπερμολόγον (ΙΙ), [[ἀνόητος]], τὰ σπ. καὶ περίεργα Πλούτ. 2. 664Α.
|lstext='''σπερμολογικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς σπερμολόγον (ΙΙ), [[ἀνόητος]], τὰ σπ. καὶ περίεργα Πλούτ. 2. 664Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de parasite, de bouffon.<br />'''Étymologie:''' [[σπερμολόγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σπερμολογικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σπερμολόγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σπερμολογία]].
|mltxt=-ή, -ό / [[σπερμολογικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σπερμολόγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σπερμολογία]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπερμολογικός:''' бессодержательный, пустой ([[περίεργος]] καὶ σ. Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 09:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμολογικός Medium diacritics: σπερμολογικός Low diacritics: σπερμολογικός Capitals: ΣΠΕΡΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: spermologikós Transliteration B: spermologikos Transliteration C: spermologikos Beta Code: spermologiko/s

English (LSJ)

σπερμολογική, σπερμολογικόν, like a σπερμολόγος III, frivolous, περίεργα καὶ σ. Id.2.664a.

German (Pape)

[Seite 920] ή, όν, von der Art eines σπερμολόγος, schmarotzerartig, possenhaft; καὶ περίεργος, Plut. Symp. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de parasite, de bouffon.
Étymologie: σπερμολόγος.

Russian (Dvoretsky)

σπερμολογικός: бессодержательный, пустой (περίεργος καὶ σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σπερμολογικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς σπερμολόγον (ΙΙ), ἀνόητος, τὰ σπ. καὶ περίεργα Πλούτ. 2. 664Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπερμολογικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σπερμολόγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπερμολογία.