πλανόδιος: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=planodios | |Transliteration C=planodios | ||
|Beta Code=plano/dios | |Beta Code=plano/dios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[going by by-paths]], [[wandering]], h.Merc.75 <b class="b3">[πλᾱ-</b>, metri gr.]; cf. [[πληνοδία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui va par les chemins de traverse]].<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[ὁδός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾱνόδιος:''' (ᾱ по метрич. соображениям) странствующий, бродящий (π. διὰ χῶρον HH). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλανόδιος''': -α, -ον, ὁ πορευόμενος δι’ ἀτραπῶν, ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, ὁ περιπλανώμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 75 ([[ἔνθα]] πλανοδίας) [[[ἔνθα]] πλᾱ-, [[χάριν]] τοῦ μέτρου]: ― παρ’ Ἡσυχ., «πληνοδίᾳ... τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ». | |lstext='''πλανόδιος''': -α, -ον, ὁ πορευόμενος δι’ ἀτραπῶν, ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, ὁ περιπλανώμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 75 ([[ἔνθα]] πλανοδίας) [[[ἔνθα]] πλᾱ-, [[χάριν]] τοῦ μέτρου]: ― παρ’ Ἡσυχ., «πληνοδίᾳ... τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλανόδιος:''' -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. (<i>ᾱ</i> [[χάριν]] μέτρου). | |lsmtext='''πλανόδιος:''' -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. (<i>ᾱ</i> [[χάριν]] μέτρου). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πλαν-όδιος, η, ον<br />[[going]] by bye-paths, [[wandering]], Hhymn. [ᾱ metri. grat.] | |mdlsjtxt=πλαν-όδιος, η, ον<br />[[going]] by bye-paths, [[wandering]], Hhymn. [ᾱ metri. grat.] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, going by by-paths, wandering, h.Merc.75 [πλᾱ-, metri gr.]; cf. πληνοδία.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va par les chemins de traverse.
Étymologie: πλάνος, ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
πλᾱνόδιος: (ᾱ по метрич. соображениям) странствующий, бродящий (π. διὰ χῶρον HH).
Greek (Liddell-Scott)
πλανόδιος: -α, -ον, ὁ πορευόμενος δι’ ἀτραπῶν, ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, ὁ περιπλανώμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 75 (ἔνθα πλανοδίας) [[[ἔνθα]] πλᾱ-, χάριν τοῦ μέτρου]: ― παρ’ Ἡσυχ., «πληνοδίᾳ... τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ».
Greek Monolingual
-α, -ο / πλανόδιος, -ία, -ον, ΝΑ, ιων. τ. πληνόδιος, Α
αυτός που αποφεύγει τον κυρίως δρόμο και πορεύεται από στενά, από μονοπάτια
νεοελλ.
1. αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («πλανόδιος πωλητής»)
2. φρ. α) «πλανόδιο εμπόριο» — το εμπόριο που διεξάγεται από εμπόρους, αντιπροσώπους, οι οποίοι μετακινούνται από περιοχή σε περιοχή για την εξασφάλιση της πελατείας
β) «πλανόδιοι επιτηδευματίες» — κατηγορία μικροεπιτηδευματιών που ασκούν το επάγγελμἀ τους γυρίζοντας από περιοχή σε περιοχή ή στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανῶμαι + ὁδός + κατάλ. -ίος (πρβλ. εισ-όδ-ιος)].
Greek Monotonic
πλανόδιος: -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. (ᾱ χάριν μέτρου).
Middle Liddell
πλαν-όδιος, η, ον
going by bye-paths, wandering, Hhymn. [ᾱ metri. grat.]