ὁμόκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omokoitos
|Transliteration C=omokoitos
|Beta Code=o(mo/koitos
|Beta Code=o(mo/koitos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὁμόλεκτρος]], <span class="bibl">Hld.6.8</span>, etc. :—fem. ὁμό-κοιτις, ἡ, to explain <b class="b3">ἄκοιτις</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>405d</span>.</span>
|Definition=ὁμόκοιτον, = [[ὁμόλεκτρος]], Hld.6.8, etc. :—fem. [[ὁμόκοιτις]], ἡ, to explain [[ἄκοιτις]], Pl.Cra.405d.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόκοιτος''': -ον, = [[ὁμόλεκτρος]], Ἡλιόδ. 6. 8, κλ.· ― ὁμόκοιτις, ἡ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἄκοιτις, Πλάτ. Κρατ. 405D.
|lstext='''ὁμόκοιτος''': -ον, = [[ὁμόλεκτρος]], Ἡλιόδ. 6. 8, κλ.· ― ὁμόκοιτις, ἡ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἄκοιτις, Πλάτ. Κρατ. 405D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμόκοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοιμάται στην [[ίδια]] [[κλίνη]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], ο συγκοιμώμενος, ο [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοίτη]] «[[κρεβάτι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκοιτος Medium diacritics: ὁμόκοιτος Low diacritics: ομόκοιτος Capitals: ΟΜΟΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: homókoitos Transliteration B: homokoitos Transliteration C: omokoitos Beta Code: o(mo/koitos

English (LSJ)

ὁμόκοιτον, = ὁμόλεκτρος, Hld.6.8, etc. :—fem. ὁμόκοιτις, ἡ, to explain ἄκοιτις, Pl.Cra.405d.

German (Pape)

[Seite 337] zusammen liegend, -schlafend, Gatte, Gattinn, Heliod. 6, 8 u. a. Sp., wie Schol. Aesch. Pers. 686.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκοιτος: -ον, = ὁμόλεκτρος, Ἡλιόδ. 6. 8, κλ.· ― ὁμόκοιτις, ἡ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἄκοιτις, Πλάτ. Κρατ. 405D.

Greek Monolingual

ὁμόκοιτος, -ον (Α)
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη μαζί με κάποιον άλλο, ο συγκοιμώμενος, ο σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κοίτη «κρεβάτι»].