θύραυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyravlos | |Transliteration C=thyravlos | ||
|Beta Code=qu/raulos | |Beta Code=qu/raulos | ||
|Definition=(proparox.), ον, [[living out of doors]], of shepherds, Hsch. | |Definition=(proparox.), ον, [[living out of doors]], of shepherds, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
(proparox.), ον, living out of doors, of shepherds, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien die Zeit zubringend, bleibend, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit en plein air (berger).
Étymologie: θύρα, αὐλή.
Greek (Liddell-Scott)
θύραυλος: -ον, (αὐλὴ) αὐλιζόμενος ἐν ὑπαίθρῳ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θύραυλος, -ον (Α)
αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσαυλος, όμαυλος].
Greek Monotonic
θύραυλος: -ον (αὐλή), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.
Middle Liddell
θύρ-αυλος, ον αὐλή
living out of doors, Hesych.
Mantoulidis Etymological
(=πού ζεῖ στό ὕπαιθρο). Σύνθετο ἀπό τό θύρα + αὐλή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη θύρα.