σίκυς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sikys
|Transliteration C=sikys
|Beta Code=si/kus
|Beta Code=si/kus
|Definition=v. [[σίκυος]]; [[σικύς]]· ὁ [[γναφεύς]], Hsch.
|Definition=v. [[σίκυος]]; [[σικύς]]· ὁ [[γναφεύς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκυς Medium diacritics: σίκυς Low diacritics: σίκυς Capitals: ΣΙΚΥΣ
Transliteration A: síkys Transliteration B: sikys Transliteration C: sikys Beta Code: si/kus

English (LSJ)

v. σίκυος; σικύς· ὁ γναφεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 881] ὁ, = Vorigem; Alcaeus bei Ath. III, 75 e; Diosc.

Greek Monolingual

-υος, η και ο, ΝΑ
νεοελλ.
η καρπουζιά
αρχ.
1. το αγγούρι, ο σίκυος
2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σικύα (πρβλ. και σίκυος, βλ. λ. σικύα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίκυς -υος, ὁ zie σίκυος.