φρύγιος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frygios
|Transliteration C=frygios
|Beta Code=fru/gios
|Beta Code=fru/gios
|Definition=α, ον, [[dry]], Hsch. See also [[Φρύγιος]].
|Definition=α, ον, [[dry]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] See also [[Φρύγιος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηρός]], [[στεγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλάγ</i>-<i>ιος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο / [[φρύγιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ [[Φρυγία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φρύγιος]] [[τρόπος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ένας]] από τους [[τρεις]] θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φρύγιον]]<br />(ενν. [[ἔδαφος]]) το [[έδαφος]], η [[χώρα]] της Φρυγίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φρύγια μέλεα»<br /><b>μουσ.</b> ζωηρά μουσικά [[μέλη]] που παίζονταν με τη [[συνοδεία]] αυλού [[κατά]] τη [[λατρεία]] της Κυβέλης<br />β) «[[φρύγιος]] [[πῖλος]]» — ο [[φρυγικός]] [[πίλος]]<br />γ) «[[φρύγιος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηρός]], [[στεγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[πλάγιος]])].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο / [[φρύγιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ [[Φρυγία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φρύγιος]] [[τρόπος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ένας]] από τους [[τρεις]] θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φρύγιον]]<br />(ενν. [[ἔδαφος]]) το [[έδαφος]], η [[χώρα]] της Φρυγίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φρύγια μέλεα»<br /><b>μουσ.</b> ζωηρά μουσικά [[μέλη]] που παίζονταν με τη [[συνοδεία]] αυλού [[κατά]] τη [[λατρεία]] της Κυβέλης<br />β) «[[φρύγιος]] [[πῖλος]]» — ο [[φρυγικός]] [[πίλος]]<br />γ) «[[φρύγιος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῡ́γιος Medium diacritics: φρύγιος Low diacritics: φρύγιος Capitals: ΦΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: phrýgios Transliteration B: phrygios Transliteration C: frygios Beta Code: fru/gios

English (LSJ)

α, ον, dry, Hsch. See also Φρύγιος.

German (Pape)

[Seite 1311] dürr, trocken, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φρύγιος: [ῡ], -α, -ον, (φρύγω) «ξηρὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -ιος (πρβλ. πλάγιος)].
(II)
-α, -ο / φρύγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Φρυγία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες
νεοελλ.
φρ. «φρύγιος τρόπος»
μουσ. ένας από τους τρεις θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρύγιον
(ενν. ἔδαφος) το έδαφος, η χώρα της Φρυγίας
2. φρ. α) «φρύγια μέλεα»
μουσ. ζωηρά μουσικά μέλη που παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά τη λατρεία της Κυβέλης
β) «φρύγιος πῖλος» — ο φρυγικός πίλος
γ) «φρύγιος λίθος» — είδος στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.