καμπυλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(19)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kampyloeidis
|Transliteration C=kampyloeidis
|Beta Code=kampuloeidh/s
|Beta Code=kampuloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">appearingcrooked</b>, φαντασία Plu.2.1121c.</span>
|Definition=καμπυλοειδές, [[appearingcrooked]], φαντασία Plu.2.1121c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[de forme courbe]].<br />'''Étymologie:''' [[καμπύλος]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''καμπῠλοειδής:''' [[кривой]], [[изогнутый]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καμπῠλοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.
|lstext='''καμπῠλοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de forme courbe.<br />'''Étymologie:''' [[καμπύλος]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[καμπυλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει καμπύλο [[σχήμα]], καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμπυλοειδῶς</i> (Α)<br />με τρόπο καμπυλοειδή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[καμπυλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει καμπύλο [[σχήμα]], καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμπυλοειδῶς</i> (Α)<br />με τρόπο καμπυλοειδή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), [[πρβλ]]. [[ατρακτοειδής]], [[σφαιροειδής]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπῠλοειδής Medium diacritics: καμπυλοειδής Low diacritics: καμπυλοειδής Capitals: ΚΑΜΠΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kampyloeidḗs Transliteration B: kampyloeidēs Transliteration C: kampyloeidis Beta Code: kampuloeidh/s

English (LSJ)

καμπυλοειδές, appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme courbe.
Étymologie: καμπύλος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

καμπῠλοειδής: кривой, изогнутый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.

Greek Monolingual

-ές (Α καμπυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος.
επίρρ...
καμπυλοειδῶς (Α)
με τρόπο καμπυλοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτοειδής, σφαιροειδής].