κονιατήρ: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koniatir
|Transliteration C=koniatir
|Beta Code=koniath/r
|Beta Code=koniath/r
|Definition=ῆρος, ὁ, [[plasterer]], IG42(1).102.251 (Epid.).
|Definition=κονιατῆρος, ὁ, [[plasterer]], IG42(1).102.251 (Epid.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονιατής]] και [[κονιαστής]], ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κρατήρ]], [[στατήρ]])].
|mltxt=[[κονιατής]] και [[κονιαστής]], ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κρατήρ]], [[στατήρ]])].
}}
}}

Revision as of 09:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονιᾱτήρ Medium diacritics: κονιατήρ Low diacritics: κονιατήρ Capitals: ΚΟΝΙΑΤΗΡ
Transliteration A: koniatḗr Transliteration B: koniatēr Transliteration C: koniatir Beta Code: koniath/r

English (LSJ)

κονιατῆρος, ὁ, plasterer, IG42(1).102.251 (Epid.).

Greek Monolingual

κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].