δινητός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dinitos | |Transliteration C=dinitos | ||
|Beta Code=dinhto/s | |Beta Code=dinhto/s | ||
|Definition= | |Definition=δινητή, δινητόν, [[whirled round]], AP7.394 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] im Kreise gedreht; [[πέτρος]], vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] im Kreise gedreht; [[πέτρος]], vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qu'on fait tourner]].<br />'''Étymologie:''' [[δινέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῑνητός:''' [[вращающийся]]: [[πέτρος]] δ. Anth. жернов. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῑνητός''': -ή, -όν, (δινέω) ὁ περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, Ἀνθ. Π. 7. 394. | |lstext='''δῑνητός''': -ή, -όν, (δινέω) ὁ περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, Ἀνθ. Π. 7. 394. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῑνητός:''' -ή, -όν ([[δινέω]]), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ. | |lsmtext='''δῑνητός:''' -ή, -όν ([[δινέω]]), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δῑνητός, ή, όν <i>adj</i> [[δινέω]]<br />whirled [[round]], Anth. | |mdlsjtxt=δῑνητός, ή, όν <i>adj</i> [[δινέω]]<br />whirled [[round]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 25 August 2023
English (LSJ)
δινητή, δινητόν, whirled round, AP7.394 (Phil.).
Spanish (DGE)
(δῑνητός) -ή, -όν
que gira dando vueltas δ. πέτρος de la muela de un molino AP 7.394 (Phil.), δινητῆσι πτερύγεσσιν Epic.Alex.Adesp.4.14.
German (Pape)
[Seite 631] im Kreise gedreht; πέτρος, vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on fait tourner.
Étymologie: δινέω.
Russian (Dvoretsky)
δῑνητός: вращающийся: πέτρος δ. Anth. жернов.
Greek (Liddell-Scott)
δῑνητός: -ή, -όν, (δινέω) ὁ περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, Ἀνθ. Π. 7. 394.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δινητός, -ή, -όν) δινώ
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί
2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δινητός
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
περιστρεφόμενος.
Greek Monotonic
δῑνητός: -ή, -όν (δινέω), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ.