φιλομειδής: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filomeidis | |Transliteration C=filomeidis | ||
|Beta Code=filomeidh/s | |Beta Code=filomeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=φιλομειδές, v. [[φιλομμειδής]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές ; <i>gén.</i> έος;<br />qui aime à sourire, aimable.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μειδιάω]]. | |btext=ής, ές ; <i>gén.</i> έος;<br />[[qui aime à sourire]], [[aimable]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μειδιάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:49, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλομειδές, v. φιλομμειδής.
German (Pape)
[Seite 1282] ές, gew. poet. φιλομμειδής, ές, das Lächeln liebend, gern lächelnd; Aphrodite, Hom. u. Hes. oft, immer in der poet. Form; Μοῦσαι Paul. Sil. 52 (VI, 66); Bacchus, Hymn. (IX, 524); Luc. Imag. 8.
French (Bailly abrégé)
ής, ές ; gén. έος;
qui aime à sourire, aimable.
Étymologie: φίλος, μειδιάω.
Russian (Dvoretsky)
φιλομειδής: эп. φιλομμειδής и φιλομμηδής 2 всегда улыбающийся, улыбчивый (Ἀφροδίτη Hom., Her., Luc.; Διόνυσος, Μοῦσαι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομειδής: -ές, ἴδε ἐν λ. φιλομμειδής.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλομμειδής και φιλομηδής και φιλομμηδής, -ές, Α
1. αυτός που του αρέσει να χαμογελά
2. προσωνυμία της Αφροδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -(μ)μειδής (< -σμειδής < μειδιῶ «χαμογελώ»), πρβλ. μειλιχο-μειδής. Ωστόσο, δυσχέρειες γεννά ο στίχος του Ησιόδ. ἠδὲ φιλομμειδέα ὅτι μηδέα ἐξεφαάνθη, όπου το επίθ. συνδέεται σημασιολογικά με τον τ. μήδεα «ανδρικά γεννητικά όργανα» (βλ. λ. μῆδος [II]) και γι' αυτό υιοθετήθηκε και η γρφ. φιλο(μ)μηδής. Όμως, στη βοιωτ. του 4ου π.Χ., δηλαδή της εποχής του ποιητή, η λ. που προφερόταν philomēdea θα γραφόταν φιλο(μ)μειδέα και τελικά ο στίχος πρέπει να θεωρηθεί ως ετυμολ. λογοπαίγνιο].