προσκήνιον: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proskinion
|Transliteration C=proskinion
|Beta Code=proskh/nion
|Beta Code=proskh/nion
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[entrance of a tent]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ju.</span>10.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[porch]] of a house, <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>233.4</span> (pl., ii A.D.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[raised platform in front of stage-buildings]], [[stage]], IG11(2).153.14,158 <span class="title">A</span>67 (Delos, iii B.C.), 7.423 (p.745, Oropus, ii/i B.C.), <span class="bibl">Plb.30.22.4</span>, <span class="title">TAM</span>2.408.9 (Patara, ii A.D.), <span class="title">OGI</span>510.5 (Ephesus, ii A.D.), <span class="bibl">Poll.4.123</span>; ἡ τύχη παρελκομένη τὴν πρόφασιν καθάπερ ἐπὶ προσκήνιον <span class="bibl">Plb.<span class="title">Fr.</span>212</span>; Lat. [[proscaenium]], Vitr.5.7.1. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[painted scenery at the back of the stage]], <span class="bibl">Duris 14J.</span>; τὸ προσκάνιον ἱστάτω Ἡρακλείοις <span class="title">SIG</span>481 <span class="title">B</span> 4 (Delph., iii B.C.).</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[entrance of a tent]], [[LXX]] ''Ju.''10.22.<br><span class="bld">2</span> [[porch]] of a house, ''PRyl.''233.4 (pl., ii A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[raised platform in front of stage-buildings]], [[stage]], IG11(2).153.14,158 ''A''67 (Delos, iii B.C.), 7.423 (p.745, Oropus, ii/i B.C.), Plb.30.22.4, ''TAM''2.408.9 (Patara, ii A.D.), ''OGI''510.5 (Ephesus, ii A.D.), Poll.4.123; ἡ τύχη παρελκομένη τὴν πρόφασιν καθάπερ ἐπὶ προσκήνιον Plb.''Fr.''212; Lat. [[proscaenium]], Vitr.5.7.1.<br><span class="bld">2</span> [[painted scenery at the back of the stage]], Duris 14J.; τὸ προσκάνιον ἱστάτω Ἡρακλείοις ''SIG''481 ''B'' 4 (Delph., iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκήνιον Medium diacritics: προσκήνιον Low diacritics: προσκήνιον Capitals: ΠΡΟΣΚΗΝΙΟΝ
Transliteration A: proskḗnion Transliteration B: proskēnion Transliteration C: proskinion Beta Code: proskh/nion

English (LSJ)

τό,
A entrance of a tent, LXX Ju.10.22.
2 porch of a house, PRyl.233.4 (pl., ii A.D.).
II raised platform in front of stage-buildings, stage, IG11(2).153.14,158 A67 (Delos, iii B.C.), 7.423 (p.745, Oropus, ii/i B.C.), Plb.30.22.4, TAM2.408.9 (Patara, ii A.D.), OGI510.5 (Ephesus, ii A.D.), Poll.4.123; ἡ τύχη παρελκομένη τὴν πρόφασιν καθάπερ ἐπὶ προσκήνιον Plb.Fr.212; Lat. proscaenium, Vitr.5.7.1.
2 painted scenery at the back of the stage, Duris 14J.; τὸ προσκάνιον ἱστάτω Ἡρακλείοις SIG481 B 4 (Delph., iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 769] τό, 1) eigtl. Vorderzelt, Eingang ins Zelt, LXX. – 2) gew. Vorderbühne, proscenium, der vordere Theil der Bühne, wo die Schauspieler auftreten, sonst λογεῖον; Suid. erkl. aus Pol. τὸ πρὸ τῆς σκηνῆς προπέτασμα, Coulisse (?); vgl. Ath. XII, 536 a, ἐγράφετο ἐπὶ τοῦ προσκηνίου ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὀχούμενος; die Bühne ist es Pol. 30, 13, 4, στήσας αὐλητὰς ἐπὶ τὸ προσκήνιον; Plut. Lycurg. 6, προσκήνια θεάτρων, mit künstlicher Arbeit verziert.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
avant-scène, devant d'un théâtre.
Étymologie: πρό, σκηνή.

Greek (Liddell-Scott)

προσκήνιον: τό, τὸ πρόσθετον μέροςεἴσοδος σκηνῆς, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄, 22). ΙΙ. λατ. proscenium, = λογεῖον, Πολύβ. 30. 13, 4, Πολυδ. Δ΄, 123, Συλλ. Ἐπιγρ. 4283. 9. 2) παραπέτασμα σκηνῆς, αὐλαία, Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 536Α, Συνέσ. 128C, Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

προσκήνιον: τό просцений, авансцена Polyb., Plut.

Greek Monolingual

το / προσκήνιον, ΝΑ, και δωρ. τ. προσκάνιον Α
(στο αρχ. θέατρο) το πρόσθιο μέρος του θεάτρου όπου δρούσαν οι ηθοποιοί, το λογεῖον
νεοελλ.
1. το πρόσθιο τμήμα της σκηνής θεάτρου ή το μέρος που βρίσκεται ανάμεσα στην αυλαία και την ορχήστρα
3. μτφ. επικαιρότητα
4. φρ. «βρίσκεται στο προσκήνιο»
(για πρόσ. και πράγμ.) βρίσκεται στην επικαιρότητα, είναι στην ημερήσια διάταξη
αρχ.
1. παραπέτασμα μπροστά από τη σκηνή το οποίο έφερε διάφορες παραστάσεις, η σημερινή αυλαία
2. η είσοδος σκηνής ως ενδιαιτήματος («καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ περὶ αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὸ προσκήνιον», ΠΔ)
3. στον πληθ. τὰ προσκήνια
προπύλαια οικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σκηνή + κατάλ. -ιον (πρβλ. παρασκήνιον)].