ἀναλογιστικός: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=analogistikos | |Transliteration C=analogistikos | ||
|Beta Code=a)nalogistiko/s | |Beta Code=a)nalogistiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀναλογιστική, ἀναλογιστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[judging by analogy]], [[analogical]], S.E.''M.''11.250; <b class="b3">ἡ -κὴ τέχνη</b> ib. 1.214.<br><span class="bld">2</span> of knowledge, etc., [[reflective]], Phld.''Herc.''1003. Adv. [[ἀναλογιστικῶς]] ibid.<br><span class="bld">II</span> [[teaching analogy]], γραμματικοί S.E.''M.''2.59; <b class="b3">αἵρεσις ἀναλογιστική</b>, of the Rational or Dogmatic school of physicians, opp. [[ἐπιλογιστική]] (the Empirics), Gal.1.65; [[analogisticus sermo]] Id.''Subf.Emp.''8p.52Bonnet. Adv. [[ἀναλογιστικῶς]] S.E.''M.''3.40, Gal.18(2).346. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> adj.<br /><b class="num">1</b> fil. y cien. [[analógico]] de un tipo de conocimiento [[διάληψις]] Epicur.<i>Fr</i>.[31] 16.23, τεκμήρια Epicur.<i>Fr</i>.[26] 28.6, κατὰ τὴν ... ἀναλογιστικὴν μετάβασιν por inferencia analógica</i> op. al conocimiento empírico, S.E.<i>M</i>.11.250, [[αἵρεσις]] ἀναλογιστική escuela lógica, dogmática o analógica</i> op. [[αἵρεσις]] ἐμπειρική Gal.1.65, λόγος [[ἀναλογιστικός]] op. [[λόγος ἐπιλογιστικός]] Gal.<i>Subf.Emp</i>.8 (p.68.26)<br /><b class="num">•</b>gram. [[analogista]], [[que aplica la analogía gramatical]] πρὸς τοὺς ἀναλογιστικοὺς τῶν γραμματικῶν respecto a los gramáticos analogistas</i> S.E.<i>M</i>.2.59.<br /><b class="num">2</b> [[reflexivo]] del conocimiento, Phld.<i>Inc.Lib.Hermes</i> 36, p.573.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[analógicamente]], [[por conocimiento analógico]] S.E.<i>M</i>.3.40, Gal.18(2).346, Clem.Al.<i>Strom</i>.8.9.32.<br /><b class="num">2</b> [[reflexivamente]] Phld.<i>Inc.Lib.Hermes</i> 36, p.573. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναλογιστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[построенный по аналогии]], [[аналогизирующий]] ([[μετάβασις]] Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[пользующийся аналогией]]: οἱ ἀναλογιστικοὶ τῶν γραμματικῶν Sext. грамматики-аналогисты. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ κρίνων ἐξ ἀναλογίας, [[ἀναλογικός]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 250· ἡ -κὴ [[τέχνη]] [[αὐτόθι]] 1. 214. ΙΙ. ὁ διδάσκων ἀναλογίαν, γραμματικοὶ [[αὐτόθι]] 2. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς [[αὐτόθι]] 3. 40. | |lstext='''ἀναλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ κρίνων ἐξ ἀναλογίας, [[ἀναλογικός]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 250· ἡ -κὴ [[τέχνη]] [[αὐτόθι]] 1. 214. ΙΙ. ὁ διδάσκων ἀναλογίαν, γραμματικοὶ [[αὐτόθι]] 2. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς [[αὐτόθι]] 3. 40. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναλογιστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κρίνει κατ’ [[αναλογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' [[αναλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη [[γλώσσα]] και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αναλογιστική</i><br />η [[τέχνη]] του να κρίνει [[κανείς]] αναλογικά<br /><b>3.</b> ο [[στοχαστικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναλογιστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κρίνει κατ’ [[αναλογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' [[αναλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη [[γλώσσα]] και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αναλογιστική</i><br />η [[τέχνη]] του να κρίνει [[κανείς]] αναλογικά<br /><b>3.</b> ο [[στοχαστικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναλογιστική, ἀναλογιστικόν,
A judging by analogy, analogical, S.E.M.11.250; ἡ -κὴ τέχνη ib. 1.214.
2 of knowledge, etc., reflective, Phld.Herc.1003. Adv. ἀναλογιστικῶς ibid.
II teaching analogy, γραμματικοί S.E.M.2.59; αἵρεσις ἀναλογιστική, of the Rational or Dogmatic school of physicians, opp. ἐπιλογιστική (the Empirics), Gal.1.65; analogisticus sermo Id.Subf.Emp.8p.52Bonnet. Adv. ἀναλογιστικῶς S.E.M.3.40, Gal.18(2).346.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I adj.
1 fil. y cien. analógico de un tipo de conocimiento διάληψις Epicur.Fr.[31] 16.23, τεκμήρια Epicur.Fr.[26] 28.6, κατὰ τὴν ... ἀναλογιστικὴν μετάβασιν por inferencia analógica op. al conocimiento empírico, S.E.M.11.250, αἵρεσις ἀναλογιστική escuela lógica, dogmática o analógica op. αἵρεσις ἐμπειρική Gal.1.65, λόγος ἀναλογιστικός op. λόγος ἐπιλογιστικός Gal.Subf.Emp.8 (p.68.26)
•gram. analogista, que aplica la analogía gramatical πρὸς τοὺς ἀναλογιστικοὺς τῶν γραμματικῶν respecto a los gramáticos analogistas S.E.M.2.59.
2 reflexivo del conocimiento, Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.
II adv. -ῶς
1 analógicamente, por conocimiento analógico S.E.M.3.40, Gal.18(2).346, Clem.Al.Strom.8.9.32.
2 reflexivamente Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.
German (Pape)
[Seite 196] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογιστικός:
1 построенный по аналогии, аналогизирующий (μετάβασις Sext.);
2 пользующийся аналогией: οἱ ἀναλογιστικοὶ τῶν γραμματικῶν Sext. грамматики-аналогисты.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογιστικός: -ή, -όν, ὁ κρίνων ἐξ ἀναλογίας, ἀναλογικός, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 250· ἡ -κὴ τέχνη αὐτόθι 1. 214. ΙΙ. ὁ διδάσκων ἀναλογίαν, γραμματικοὶ αὐτόθι 2. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς αὐτόθι 3. 40.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναλογιστικός, -ή, -όν)
αυτός που κρίνει κατ’ αναλογία
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' αναλογία
αρχ.
1. (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη γλώσσα και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα
2. το θηλ. ως ουσ. η αναλογιστική
η τέχνη του να κρίνει κανείς αναλογικά
3. ο στοχαστικός.