διορισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diorismos
|Transliteration C=diorismos
|Beta Code=diorismo/s
|Beta Code=diorismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[division]], [[distinction]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>38c</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1134b33</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[logical distinction]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>282c</span>; [[definition]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">SE</span>168a23</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Math., [[particular enunciation]] of a problem, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Euc.</span>p.203</span> F. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[statement of limits of possibility]] of a problem, Apollon.Perg.<span class="title">Con.Praef.</span>, <span class="bibl">Archim.<span class="title">Sph.Cyl.</span>2.4</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Acad.Ind.</span>p.17</span> M.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[division]], [[distinction]], Pl.''Ti.''38c, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1134b33, Porph.''Abst.''3.20.<br><span class="bld">II</span> [[logical distinction]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 282c; [[definition]], Arist.''SE''168a23, al.<br><span class="bld">III</span> Math., [[particular enunciation]] of a problem, Procl. ''in Euc.''p.203 F.<br><span class="bld">2</span> [[statement of limits of possibility]] of a problem, Apollon.Perg.''Con.Praef.'', Archim.''Sph.Cyl.''2.4, Phld.''Acad.Ind.''p.17 M.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[division]], [[distinction]];<br /><b>2</b> définition.<br />'''Étymologie:''' [[διορίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[division]], [[distinction]];<br /><b>2</b> [[définition]].<br />'''Étymologie:''' [[διορίζω]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das Abgrenzen, die [[Bestimmung]]. [[Unterscheidung]]</i>; Plat. <i>Polit</i>. 282e; Arist. <i>Pol</i>. 3.5, und Sp., bes. = <i>[[Erklärung]]</i>, s. DL. 5.43.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διορισμός]]) [[διορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] προσώπου σε [[υπηρεσία]] (συνήθ. [[δημόσια]])<br /><b>2.</b> το [[έγγραφο]] με το οποίο γίνεται ο [[διορισμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ορισμός]], [[εντολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαίρεση]], [[διάκριση]]<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[διάκριση]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[διαπίστωση]] για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος<br /><b>4.</b> η [[διατύπωση]] ενός προβλήματος.<br />ο (AM [[δωρισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρησιμοποίηση]] δωρικών λέξεων ή τύπων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[χρησιμοποίηση]] της δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.
|mltxt=ο (AM [[διορισμός]]) [[διορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] προσώπου σε [[υπηρεσία]] (συνήθ. [[δημόσια]])<br /><b>2.</b> το [[έγγραφο]] με το οποίο γίνεται ο [[διορισμός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ορισμός]], [[εντολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαίρεση]], [[διάκριση]]<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[διάκριση]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[διαπίστωση]] για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος<br /><b>4.</b> η [[διατύπωση]] ενός προβλήματος.<br />ο (AM [[δωρισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρησιμοποίηση]] δωρικών λέξεων ή τύπων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[χρησιμοποίηση]] της δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das Abgrenzen, die [[Bestimmung]]. [[Unterscheidung]]</i>; Plat. <i>Polit</i>. 282e; Arist. <i>Pol</i>. 3.5, und Sp., bes. = <i>[[Erklärung]]</i>, s. DL. 5.43.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορισμός Medium diacritics: διορισμός Low diacritics: διορισμός Capitals: ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diorismós Transliteration B: diorismos Transliteration C: diorismos Beta Code: diorismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A division, distinction, Pl.Ti.38c, Arist.EN1134b33, Porph.Abst.3.20.
II logical distinction, Pl.Plt. 282c; definition, Arist.SE168a23, al.
III Math., particular enunciation of a problem, Procl. in Euc.p.203 F.
2 statement of limits of possibility of a problem, Apollon.Perg.Con.Praef., Archim.Sph.Cyl.2.4, Phld.Acad.Ind.p.17 M.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I concr.
1 separación (τὸ διάζωμα) τοῦ διορισμοῦ χάριν ἐστὶ τοῦ τε περὶ τὴν κοιλίαν τόπου καὶ τοῦ περὶ τὴν καρδίαν Arist.PA 672b15.
2 división ἥλιος καὶ σελήνη ... εἰς διορισμὸν ... ἀριθμῶν χρόνου γέγονεν Pl.Ti.38c
división, lote ἀμετάθετος ... ὁ καθ' ἕκαστα διορισμός Chrysipp.Stoic.2.264.
3 gram. signo gramatical relativo a las pausas y separaciones (como el ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή): ταύτας δὲ καὶ διορισμούς τινες ἐκάλεσαν Sch.D.T.442.28.
4 ret. aforismo, aseveración concreta y significativa Rufin.Fig.42.
II en operaciones intelectuales
1 definición τὸν τοῦ ἐλέγχου διορισμόν la definición de ‘refutación’ Arist.SE 168a20, cf. APr.33b30, Thphr.Ign.8.
2 distinción, diferenciación Pl.Plt.282e, ἐπὶ τῶν ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς ... διορισμοί Gal.1.322, περὶ τε καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων διορισμοί Basil.Hex.8.3.
3 como parte del desarrollo de una proposición lógica determinación τὰς τῶν προβλημάτων συνθέσεις καὶ τοὺς διορισμούς Apollon.Perg.Con.4 praef., cf. Archim.Sph.Cyl.2.4, Procl.in Euc.203.4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 division, distinction;
2 définition.
Étymologie: διορίζω.

German (Pape)

ὁ, das Abgrenzen, die Bestimmung. Unterscheidung; Plat. Polit. 282e; Arist. Pol. 3.5, und Sp., bes. = Erklärung, s. DL. 5.43.

Russian (Dvoretsky)

διορισμός:
1 разграничение, разделение Arst.;
2 разграничение, различение Plat., Arst., Plut.;
3 установление, определение Plat., Arst., Diog. L., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διορισμός: ὁ, διαίρεσις, διάκρισις, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε, Τιμ. 38C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 4. ΙΙ. λογική διάκρισις, ὁρισμός, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 6, 1 κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο (AM διορισμός) διορίζω
νεοελλ.
1. τοποθέτηση προσώπου σε υπηρεσία (συνήθ. δημόσια)
2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται ο διορισμός
αρχ.-μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διαίρεση, διάκριση
2. λογική διάκριση
3. μαθ. διαπίστωση για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος
4. η διατύπωση ενός προβλήματος.
ο (AM δωρισμός)
νεοελλ.
χρησιμοποίηση δωρικών λέξεων ή τύπων
αρχ.-μσν.
η χρησιμοποίηση της δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.