ἱμερτός: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imertos | |Transliteration C=imertos | ||
|Beta Code=i(merto/s | |Beta Code=i(merto/s | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ή, όν, ([[ἱμείρω]]) [[longed for]], [[desired]], [[lovely]], Τιταρήσιος Il. 2.751; ὕδατα A.R.2.939; Σαλαμίς Sol.1.1; κίθαρις ''h.Merc.''510; στέφανοι Hes.''Th.''577; κόμα Sapph.119; λέχος Pi.''P.''3.99; [[ἀοιδαί]], [[δόξα]], Id.''O.''6.7,''P.''9.75; <b class="b3">ἱ. ἡλικίη</b> [[dear]] life, Simon.115; of persons, ''AP''5.297 (Jul.); [[epithet]] of [[Apollo]] and Dionysus, ib.9.524.10,525.10.—Poet. and later Prose, as Epicur.''Fr.''165, Luc.''DDeor.''20.15: [[ἱμερτόν]], τό, Plu.2.926f; <b class="b3">ἐφ' ἱμερτοῖσιν</b> prob. from a poet, ib.394b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ή, όν, (ἱμείρω) longed for, desired, lovely, Τιταρήσιος Il. 2.751; ὕδατα A.R.2.939; Σαλαμίς Sol.1.1; κίθαρις h.Merc.510; στέφανοι Hes.Th.577; κόμα Sapph.119; λέχος Pi.P.3.99; ἀοιδαί, δόξα, Id.O.6.7,P.9.75; ἱ. ἡλικίη dear life, Simon.115; of persons, AP5.297 (Jul.); epithet of Apollo and Dionysus, ib.9.524.10,525.10.—Poet. and later Prose, as Epicur.Fr.165, Luc.DDeor.20.15: ἱμερτόν, τό, Plu.2.926f; ἐφ' ἱμερτοῖσιν prob. from a poet, ib.394b.
German (Pape)
[Seite 1253] adj. verb. zu ἱμείρω, ersehnt, erwünscht, wonach man sich sehnt, also lieblich, anmuthig; der Fluß Titaresius Il. 2, 751; στέφανοι Hes. Th. 577; λέχος Pind. P. 3, 99; δόξαι 11, 78; ἀοιδαί Ol. 6, 7; sp. D., ὕδατα Ap. Rh. 2, 939. Auch Bacchus u. Apollo heißen so, Anth. IX, 524 u. 525, 10. Selten in Prosa, τὸ ἱμερτόν Plut. fac. orb. lun. 12; Epic. D. L. 10, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
désirable, souhaitable, aimable, charmant.
Étymologie: adj. verb. de ἱμείρω.
English (Slater)
ῑμερτός delightful ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς (O. 6.7) Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.99) δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75)
Greek Monolingual
ἱμερτός, -ή, -όν (Α) [[[ιμείρω]])
1. αγαπητός, ποθητός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμερτόν
η ερωτική επιθυμία
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ιμερτός
επίθ. του Απόλλωνος και του Διονύσου
4. φρ. «ἱμερτὴ ἡλικίη» — αγαπητή ζωή.
Greek Monotonic
ἱμερτός: [ῑ], -ή, -όν (ἱμείρω), επιθυμητός, ποθητός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱμερτός: [adj. verb. к ἱμείρω желанный, прелестный, очаровательный (Τιταρήσιος Hom.; κίθαρις HH; στέφανοι Hes.; ἀοιδαί Pind.; Σαλαμίς Solon ap. Plut.; εἴσοδός τινος Epicur. ap. Diog. L.).