συνάχθομαι: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synachthomai
|Transliteration C=synachthomai
|Beta Code=suna/xqomai
|Beta Code=suna/xqomai
|Definition=fut. -αχθεσθήσομαι <span class="bibl">Aeschin.3.242</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>29.5</span>: aor. opt. -αχθεσθείην <span class="bibl">D.20.113</span>, etc.:—to [[be troubled]] or [[grieved along with]] or [[together]], [[condole with]], c. dat. pers., πιεζευμένοισι ὑμῖν συναχθόμεθα <span class="bibl">Hdt.8.142</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.4.112</span>, <span class="bibl">6.103</span>, <span class="bibl">D.20.113</span>, etc.: c. dat. rei, [[at]] a thing, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.6.5</span>, <span class="bibl">D.58.59</span>; ἐπί τινι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.2.2</span>, <span class="bibl">D.53.7</span>; [[περί]] or ὑπέρ τινος <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>85</span>, Thphr.<span class="title">Char.</span>l.c.: also c. gen. rei, [[because of]] a thing, <span class="bibl">Alciphr.1.31</span>; σ. ἢν . . <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.24</span>, <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>8.18</span>.
|Definition=fut. -αχθεσθήσομαι Aeschin.3.242, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''29.5: aor. opt. -αχθεσθείην D.20.113, etc.:—to [[be troubled]] or [[grieved along with]] or [[together]], [[condole with]], c. dat. pers., πιεζευμένοισι ὑμῖν συναχθόμεθα Hdt.8.142, cf. Isoc.4.112, 6.103, D.20.113, etc.: c. dat. rei, [[at]] a thing, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.6.5, D.58.59; ἐπί τινι [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.2.2, D.53.7; [[περί]] or ὑπέρ τινος Phalar.''Ep.''85, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''l.c.: also c. gen. rei, [[because of]] a thing, Alciphr.1.31; σ. ἢν.. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.24, ''Smp.''8.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-άχθομαι mede verdriet hebben, mede gekweld worden, zich mede ergeren, meeleven; met dat. van personen met iem.; met dat. van zaken, met ἐπί + dat. vanwege of door iets:. δῆλος ἦν συναχθόμενός μοι τῇ συμφορᾷ het was duidelijk dat (mijn vader) meeleefde met mijn ongeluk Xen. Cyr. 4.6.5.
|elnltext=συν-άχθομαι mede verdriet hebben, mede gekweld worden, zich mede ergeren, meeleven; met dat. van personen met iem.; met dat. van zaken, met ἐπί + dat. vanwege of door iets:. δῆλος ἦν συναχθόμενός μοι τῇ συμφορᾷ het was duidelijk dat (mijn vader) meeleefde met mijn ongeluk Xen. Cyr. 4.6.5.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνάχθομαι:''' μέλ. <i>-αχθέσομαι</i> και <i>-αχθεσθήσομαι</i>· ευκτ. αορ. αʹ <i>-αχθεσθείην</i>· αποθ., στενοχωρούμαι, θλίβομαι μαζί ή από κοινού με κάποιον, [[συμπονώ]] κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., για [[κάτι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνάχθομαι:''' μέλ. <i>-αχθέσομαι</i> και <i>-αχθεσθήσομαι</i>· ευκτ. αορ. αʹ <i>-αχθεσθείην</i>· αποθ., στενοχωρούμαι, θλίβομαι μαζί ή από κοινού με κάποιον, [[συμπονώ]] κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., για [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάχθομαι Medium diacritics: συνάχθομαι Low diacritics: συνάχθομαι Capitals: ΣΥΝΑΧΘΟΜΑΙ
Transliteration A: synáchthomai Transliteration B: synachthomai Transliteration C: synachthomai Beta Code: suna/xqomai

English (LSJ)

fut. -αχθεσθήσομαι Aeschin.3.242, Thphr. Char.29.5: aor. opt. -αχθεσθείην D.20.113, etc.:—to be troubled or grieved along with or together, condole with, c. dat. pers., πιεζευμένοισι ὑμῖν συναχθόμεθα Hdt.8.142, cf. Isoc.4.112, 6.103, D.20.113, etc.: c. dat. rei, at a thing, X.Cyr.4.6.5, D.58.59; ἐπί τινι X.Cyr.8.2.2, D.53.7; περί or ὑπέρ τινος Phalar.Ep.85, Thphr. Char.l.c.: also c. gen. rei, because of a thing, Alciphr.1.31; σ. ἢν.. X.Cyr.1.6.24, Smp.8.18.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. ἄχθομαι), sich mit od. zugleich beschweren, betrüben, mittrauern; τινί, Her. 8, 142; Isocr. 1, 26. 4, 112; τῇ πόλει συναχθεσθείην, Dem. Lpt. 113, mit folgdm εἰ; Folgde, wie Plut. consol. ad Apoll. Anf.

French (Bailly abrégé)

f. συναχθεσθήσομαι, ao. συνηχθέσθην;
s'affliger avec ; τινι avec qqn ; τινι, ἐπί τινι, ὑπέρ τινος de qch.
Étymologie: σύν, ἄχθομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άχθομαι mede verdriet hebben, mede gekweld worden, zich mede ergeren, meeleven; met dat. van personen met iem.; met dat. van zaken, met ἐπί + dat. vanwege of door iets:. δῆλος ἦν συναχθόμενός μοι τῇ συμφορᾷ het was duidelijk dat (mijn vader) meeleefde met mijn ongeluk Xen. Cyr. 4.6.5.

Russian (Dvoretsky)

συνάχθομαι: (fut. συναχθέσομαι и συναχθεσθήσομαι) разделять (чье-л.) горе, соболезновать: σ. τινι Her., Isocr., Dem., Arst., Plut.; соболезновать кому-л.; σ. τινι и ἐπί τινι Xen., Dem., Arst., Plut.; соболезновать в чем-л.

Greek Monolingual

Α
1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»].

Greek Monotonic

συνάχθομαι: μέλ. -αχθέσομαι και -αχθεσθήσομαι· ευκτ. αορ. αʹ -αχθεσθείην· αποθ., στενοχωρούμαι, θλίβομαι μαζί ή από κοινού με κάποιον, συμπονώ κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., για κάτι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνάχθομαι: μέλλ. -αχθέσομαι, ὡσαύτως -αχθεσθήσομαι Αἰσχίν. 88. 22· ἀόρ. -αχθεσθείην Δημ. 491. 10, κτλ.· ἀποθετ. Ἄχθομαι ὁμοῦ μετά τινος, συμπαθῶ, συλλυποῦμαί τινα, μετὰ δοτ. προσ., πιεζομένοισι ὑμῖν συναχθόμεθα Ἡρόδ. 8. 142, πρβλ. Ἰσοκρ. 64Β, 137Β, Δημ. 49Ι. 10, κτλ.· μετὰ δοτικ. πράγμ., διὰ τι πρᾶγμα, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5, Δημ. 1340. 24· ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, Δημ. 1248. 14· περὶ ἢ ὑπέρ τινος Φαλάρ. Ἐπιστ. 85, Θεοφρ. Χαρακτ. 29· ὡσαύτως μετὰ γενικ. πράγμ., ἐξ αἰτίας τινὸς πράγματος, Ἀλκίφρων 1. 31· σ. ἢν ? Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24, Συμπ. 8, 18.

Middle Liddell

fut. -αχθέσομαι fut. -αχθεσθήσομαι aor1 opt. -αχθεσθείην
Dep.:— to be grieved with or together, to condole with, τινι Hdt., Dem., etc.; c. dat. rei, at a thing, Xen.