ἀντιφορτίζω: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antifortizo | |Transliteration C=antifortizo | ||
|Beta Code=a)ntiforti/zw | |Beta Code=a)ntiforti/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[take in a return-cargo]], Str.5.3.5, ''Peripl.M.Rubr.'' 32; but the Med. is more usual in same sense, D.35.25 and 37: so metaph., Hp.''Ep.''17; τίμημα ἀ. τοῦ ἔργου Procop.''Arc.''20.<br><span class="bld">II</span> in Med. also, [[import in exchange for]] exports, X.''Vect.''3.2; [[take as returnfreight]], ἀργύριον Arist.''Mir.''844a18.<br><span class="bld">2</span> Pass., <b class="b3">χρήματα.. ἀντιφορτισθέντα</b> goods [[received in exchange for the cargo]], Syngr. ap. D.35.11, cf.ib.24. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> act. [[coger]], [[llevar como carga de retorno]] τὰ φορτία Str.5.3.5, σῖτον καὶ [[ἔλαιον]] <i>Peripl.M.Rubri</i> 32, en v. pas. τὰ χρήματα ... ἀντιφορτισθέντα D.35.11, cf. 24<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. [[ἀργύριον]] Arist.<i>Mir</i>.844<sup>a</sup>18, σῖτον <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.903.8 (II a.C.), οὐδέν D.35.25, cf. 37<br /><b class="num">•</b>fig. ἀντιφορτισάμενος ἀποίσεις θεραπείην τὸν ἐμὸν γέλωτα Hp.<i>Ep</i>.17 (p.358), τίμημα τοῦ ἔργου Procop.<i>Arc</i>.20.5.<br /><b class="num">2</b> tb. en v. med. [[importar a cambio de exportaciones]] τι X.<i>Vect</i>.3.2. | |dgtxt=<b class="num">1</b> act. [[coger]], [[llevar como carga de retorno]] τὰ φορτία Str.5.3.5, σῖτον καὶ [[ἔλαιον]] <i>Peripl.M.Rubri</i> 32, en v. pas. τὰ χρήματα ... ἀντιφορτισθέντα D.35.11, cf. 24<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. [[ἀργύριον]] Arist.<i>Mir</i>.844<sup>a</sup>18, σῖτον <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.903.8 (II a.C.), οὐδέν D.35.25, cf. 37<br /><b class="num">•</b>fig. ἀντιφορτισάμενος ἀποίσεις θεραπείην τὸν ἐμὸν γέλωτα Hp.<i>Ep</i>.17 (p.358), τίμημα τοῦ ἔργου Procop.<i>Arc</i>.20.5.<br /><b class="num">2</b> tb. en v. med. [[importar a cambio de exportaciones]] τι X.<i>Vect</i>.3.2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=importer <i>ou</i> recevoir en échange de marchandises exportées;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀντιφορτίζομαι]] importer une cargaison en échange de celle qu'on a exportée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντίφορτος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιφορτίζω:''' тж. med. брать обратным грузом, ввозить взамен (τι Xen., Arst., Dem.): τὰ ἀντιφορτισθέντα (χρήματα) Dem. ввозимые (импортные) товары. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιφορτίζω''': διὰ τῶν χρημάτων τοῦ πωληθέντος φορτίου [[ἀγοράζω]] [[ἄλλο]] [[ἐμπόρευμα]] καὶ φορτώνω δι’ | |lstext='''ἀντιφορτίζω''': διὰ τῶν χρημάτων τοῦ πωληθέντος φορτίου [[ἀγοράζω]] [[ἄλλο]] [[ἐμπόρευμα]] καὶ φορτώνω δι’ αὐτοῦ τὸ [[πλοῖον]], [[ἐπειδὰν]] ἀποδῶνται ἐν τῷ Πόντῳ ἃ ἦγον, [[πάλιν]] ἀνταγοράζειν χρήματα καὶ ἀντιφορτίζειν (-εσθαι, Blass) καὶ ἀπάγειν Ἀθήναζε Δημ. 931.1 (κατὰ τὰ ἄριστα τῶν χειρογρ.), ἀλλὰ τὸ μέσ. [[εἶναι]] συνηθέστερον ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, [[αὐτόθι]] 13., 935. 20. ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[ἐξάγω]] ἐμπορεύματα [[ἀπέναντι]] τῶν εἰσαγομένων, τοῖς ἐμπόροις ... ἀντιφορτίζεσθαί τι [[ἀνάγκη]]˙ νομίσμασι γὰρ οὐ χρησίμοις ἔξω χρῶνται Ξεν. Πόρ. 3. 2˙ [[ἀργύριον]] Ἀριστ. π. Θαυμ. 135. 2) Παθ., ἐμπορεύματα φορτωθέντα [[ἀπέναντι]] τῶν πωληθέντων, καὶ ἀπάξουσι τὰ χρήματα τὰ ἐκ τοῦ Πόντου ἀντιφορτισθέντα, συγγραφὴ (συμφωνητικὸν) παρὰ Δημ. 926. 11., 931. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιφορτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φορτώνω]] το [[πλοίο]] με [[εμπόρευμα]] που αγόρασα με χρήματα αποκτημένα από την [[πώληση]] άλλου φορτίου<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[εισάγω]] εμπορεύματα [[αντί]] των εξαγόμενων. | |mltxt=[[ἀντιφορτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φορτώνω]] το [[πλοίο]] με [[εμπόρευμα]] που αγόρασα με χρήματα αποκτημένα από την [[πώληση]] άλλου φορτίου<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[εισάγω]] εμπορεύματα [[αντί]] των εξαγόμενων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
A take in a return-cargo, Str.5.3.5, Peripl.M.Rubr. 32; but the Med. is more usual in same sense, D.35.25 and 37: so metaph., Hp.Ep.17; τίμημα ἀ. τοῦ ἔργου Procop.Arc.20.
II in Med. also, import in exchange for exports, X.Vect.3.2; take as returnfreight, ἀργύριον Arist.Mir.844a18.
2 Pass., χρήματα.. ἀντιφορτισθέντα goods received in exchange for the cargo, Syngr. ap. D.35.11, cf.ib.24.
Spanish (DGE)
1 act. coger, llevar como carga de retorno τὰ φορτία Str.5.3.5, σῖτον καὶ ἔλαιον Peripl.M.Rubri 32, en v. pas. τὰ χρήματα ... ἀντιφορτισθέντα D.35.11, cf. 24
•en v. med. mismo sent. ἀργύριον Arist.Mir.844a18, σῖτον IG 22.903.8 (II a.C.), οὐδέν D.35.25, cf. 37
•fig. ἀντιφορτισάμενος ἀποίσεις θεραπείην τὸν ἐμὸν γέλωτα Hp.Ep.17 (p.358), τίμημα τοῦ ἔργου Procop.Arc.20.5.
2 tb. en v. med. importar a cambio de exportaciones τι X.Vect.3.2.
French (Bailly abrégé)
importer ou recevoir en échange de marchandises exportées;
Moy. ἀντιφορτίζομαι importer une cargaison en échange de celle qu'on a exportée.
Étymologie: ἀντίφορτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφορτίζω: тж. med. брать обратным грузом, ввозить взамен (τι Xen., Arst., Dem.): τὰ ἀντιφορτισθέντα (χρήματα) Dem. ввозимые (импортные) товары.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφορτίζω: διὰ τῶν χρημάτων τοῦ πωληθέντος φορτίου ἀγοράζω ἄλλο ἐμπόρευμα καὶ φορτώνω δι’ αὐτοῦ τὸ πλοῖον, ἐπειδὰν ἀποδῶνται ἐν τῷ Πόντῳ ἃ ἦγον, πάλιν ἀνταγοράζειν χρήματα καὶ ἀντιφορτίζειν (-εσθαι, Blass) καὶ ἀπάγειν Ἀθήναζε Δημ. 931.1 (κατὰ τὰ ἄριστα τῶν χειρογρ.), ἀλλὰ τὸ μέσ. εἶναι συνηθέστερον ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, αὐτόθι 13., 935. 20. ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, ἐξάγω ἐμπορεύματα ἀπέναντι τῶν εἰσαγομένων, τοῖς ἐμπόροις ... ἀντιφορτίζεσθαί τι ἀνάγκη˙ νομίσμασι γὰρ οὐ χρησίμοις ἔξω χρῶνται Ξεν. Πόρ. 3. 2˙ ἀργύριον Ἀριστ. π. Θαυμ. 135. 2) Παθ., ἐμπορεύματα φορτωθέντα ἀπέναντι τῶν πωληθέντων, καὶ ἀπάξουσι τὰ χρήματα τὰ ἐκ τοῦ Πόντου ἀντιφορτισθέντα, συγγραφὴ (συμφωνητικὸν) παρὰ Δημ. 926. 11., 931. 1.
Greek Monolingual
ἀντιφορτίζω (Α)
1. φορτώνω το πλοίο με εμπόρευμα που αγόρασα με χρήματα αποκτημένα από την πώληση άλλου φορτίου
2. (-ομαι) εισάγω εμπορεύματα αντί των εξαγόμενων.