ὑπάτη: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypati | |Transliteration C=ypati | ||
|Beta Code=u(pa/th | |Beta Code=u(pa/th | ||
|Definition=(sc. | |Definition=(''[[sc.]]'' [[χορδή]]), ἡ, [[the highest of the three strings]] which formed the framework of the musical [[scale]] (opp. [[νεάτη]], [[μέση]]), but the [[lowest]] in [[pitch]], Philol.6, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 443d, etc.; αἱ ὑπάται [[the highest tetrachord]], Anon.''Oxy.''667.16; <b class="b3">τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων.. ἐπίτασιν</b> raising of pitch from the [[low notes]], Antyll. ap. Orib. 6.10.7; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν Nicom.''Harm.''11; <b class="b3">ὑπάτη ὑπατῶν</b> ibid. (but ὑ. ὑπάτων Cleonid.''Harm.''4). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χορδή]];<br />[[la dernière corde]], [[la plus basse]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπάτη:''' (ᾰ) ἡ (''[[sc.]]'' [[χορδή]]) крайняя струна (дававшая самый низкий тон) Plat., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπάτη''': (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ [[μῆκος]]) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε [[μέση]], [[νεάτη]]), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. [[παρυπάτη]], καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, [[ἔνθα]] ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν. | |lstext='''ὑπάτη''': (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ [[μῆκος]]) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε [[μέση]], [[νεάτη]]), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. [[παρυπάτη]], καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, [[ἔνθα]] ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ἡ, Α<br />(ενν. [[χορδή]]) η μεγαλύτερη σε [[μήκος]] ή η υψηλότερη [[χορδή]] της λύρας, [[αλλά]] και η κατώτατη ως [[προς]] την [[οξύτητα]] του τόνου από τις [[τρεις]] χορδές που αποτελούσαν την ελληνική [[μουσική]] [[κλίμακα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. [[ὑπάτη]] ([[χορδή]]) του επιθ. [[ὕπατος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπάτη:''' (ενν. [[χορδή]]), ἡ, η χαμηλότερη [[νότα]] των τριών που αποτελούσαν την ελληνική [[μουσική]] [[κλίμακα]] (βλ. [[μέση]], [[νεάτη]]), σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />(''[[sc.]]'' [[χορδή]]), the lowest [[note]] of the [[three]] [[which]] formed the Gr. [[scale]] (v. [[μέση]], νεάτἠ, Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
(sc. χορδή), ἡ, the highest of the three strings which formed the framework of the musical scale (opp. νεάτη, μέση), but the lowest in pitch, Philol.6, Pl.R. 443d, etc.; αἱ ὑπάται the highest tetrachord, Anon.Oxy.667.16; τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων.. ἐπίτασιν raising of pitch from the low notes, Antyll. ap. Orib. 6.10.7; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν Nicom.Harm.11; ὑπάτη ὑπατῶν ibid. (but ὑ. ὑπάτων Cleonid.Harm.4).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. χορδή;
la dernière corde, la plus basse.
Étymologie: ὕπατος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπάτη: (ᾰ) ἡ (sc. χορδή) крайняя струна (дававшая самый низкий тон) Plat., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ μῆκος) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε μέση, νεάτη), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. παρυπάτη, καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, ἔνθα ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ενν. χορδή) η μεγαλύτερη σε μήκος ή η υψηλότερη χορδή της λύρας, αλλά και η κατώτατη ως προς την οξύτητα του τόνου από τις τρεις χορδές που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ὑπάτη (χορδή) του επιθ. ὕπατος.
Greek Monotonic
ὑπάτη: (ενν. χορδή), ἡ, η χαμηλότερη νότα των τριών που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα (βλ. μέση, νεάτη), σε Πλάτ.
Middle Liddell
(sc. χορδή), the lowest note of the three which formed the Gr. scale (v. μέση, νεάτἠ, Plat.