κοσμήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kosmitor
|Transliteration C=kosmitor
|Beta Code=kosmh/twr
|Beta Code=kosmh/twr
|Definition=ορος, ὁ, poet. for <b class="b3">κοσμητής</b> (in late Prose, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>49</span> e), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who marshals an army, commander, leader</b>, Ἀτρεΐδα . . δύω, κοσμήτορε λαῶν <span class="bibl">Il.1.16</span>, <span class="bibl">375</span>; δοιὼ . . κοσμήτορε λαῶν <span class="bibl">3.236</span>; ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λ. <span class="bibl">Od.18.152</span>; <b class="b2">guide, director</b>, παιδός <span class="bibl">A.R.1.194</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">one who adorns</b>, <b class="b3">ἡρώων κ. Ὅμηρον</b> Epigr. ap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>76</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[κοσμητής]] <span class="bibl">1.2</span>, <span class="title">IG</span>3.740, al.</span>
|Definition=-ορος, ὁ, ''poet.'' for [[κοσμητής]] (in late Prose, Jul.''Gal.''49 e),<br><span class="bld">A</span> [[one who marshals an army]], [[commander]], [[leader]], Ἀτρεΐδα… δύω, κοσμήτορε λαῶν Il.1.16, 375; δοιὼ… κοσμήτορε λαῶν 3.236; ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λ. Od.18.152; [[guide]], [[director]], παιδός A.R.1.194.<br><span class="bld">2</span> [[one who adorns]], <b class="b3">ἡρώων κ. Ὅμηρον</b> Epigr. ap. Arist.''Fr.''76.<br><span class="bld">3</span> = [[κοσμητής]] 1.2, ''IG''3.740, al.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />ordonnateur ; chef.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοσμήτωρ -ορος, ὁ [κοσμέω] [[aanvoerder]], [[leider]].
}}
{{pape
|ptext=ορος, ὁ, = [[κοσμητήρ]]; die Atriden [[Agamemnon]] und. Menelaus [[heißen]] κοσμήτορε λαῶν, <i>Il</i>. 1.16, 375, 3.236, <i>die [[Ordner]] der Kriegsscharen, die [[Herrscher]]; Od</i>. 18.152; auch παιδός, <i>[[Leiter]]</i>, Ap.Rh. 1.194.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμήτωρ:''' ορος ὁ [[вождь]], [[предводитель]], [[руководитель]] (λαῶν Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''κοσμήτωρ''': -ορος, ὁ ποιητ. ἀντὶ [[κοσμητής]], ὁ παρατάττων στρατόν, ἢ ἄγων αὐτὸν εἰς πόλεμον, [[ἡγεμών]], Ἀτρείδα... δύω, κοσμήτορε λαῶν Ἰλ. Α. 16, 375· [[δοιώ]]... κοσμήτορε λαῶν Γ. 236· ἐν χερσὶν ἔθηκε [[δέπας]] κοσμήτορι λαῶν Ὀδ. Σ. 152· [[ὁδηγός]], διευθυντής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 194. 2) κοσμητὴς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 950, 953, 959, ἀλλ.
}}
{{Autenrieth
|auten=ορος: marshaller, in Il. [[always]] κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; [[sing]]., Od. 18.152.
}}
{{Slater
|sltr=[[κοσμήτωρ]] [[marshal]] Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοσμήτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κοσμήτορας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοσμήτωρ:''' -ορος, ὁ, ποιητ. αντί [[κοσμητής]], αυτός που διατάσσει το [[στράτευμα]], [[διοικητής]], [[αρχιστράτηγος]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοσμήτωρ]], ορος, [poetic for [[κοσμητής]]<br />one who marshals an [[army]], a [[commander]], Hom.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀρχηγός]]). Ἀπό τό κοσμῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμήτωρ Medium diacritics: κοσμήτωρ Low diacritics: κοσμήτωρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΩΡ
Transliteration A: kosmḗtōr Transliteration B: kosmētōr Transliteration C: kosmitor Beta Code: kosmh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, poet. for κοσμητής (in late Prose, Jul.Gal.49 e),
A one who marshals an army, commander, leader, Ἀτρεΐδα… δύω, κοσμήτορε λαῶν Il.1.16, 375; δοιὼ… κοσμήτορε λαῶν 3.236; ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λ. Od.18.152; guide, director, παιδός A.R.1.194.
2 one who adorns, ἡρώων κ. Ὅμηρον Epigr. ap. Arist.Fr.76.
3 = κοσμητής 1.2, IG3.740, al.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
ordonnateur ; chef.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμήτωρ -ορος, ὁ [κοσμέω] aanvoerder, leider.

German (Pape)

ορος, ὁ, = κοσμητήρ; die Atriden Agamemnon und. Menelaus heißen κοσμήτορε λαῶν, Il. 1.16, 375, 3.236, die Ordner der Kriegsscharen, die Herrscher; Od. 18.152; auch παιδός, Leiter, Ap.Rh. 1.194.

Russian (Dvoretsky)

κοσμήτωρ: ορος ὁ вождь, предводитель, руководитель (λαῶν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ ποιητ. ἀντὶ κοσμητής, ὁ παρατάττων στρατόν, ἢ ἄγων αὐτὸν εἰς πόλεμον, ἡγεμών, Ἀτρείδα... δύω, κοσμήτορε λαῶν Ἰλ. Α. 16, 375· δοιώ... κοσμήτορε λαῶν Γ. 236· ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν Ὀδ. Σ. 152· ὁδηγός, διευθυντής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 194. 2) κοσμητὴς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 950, 953, 959, ἀλλ.

English (Autenrieth)

ορος: marshaller, in Il. always κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; sing., Od. 18.152.

English (Slater)

κοσμήτωρ marshal Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.

Greek Monolingual

κοσμήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. κοσμήτορας.

Greek Monotonic

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί κοσμητής, αυτός που διατάσσει το στράτευμα, διοικητής, αρχιστράτηγος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

κοσμήτωρ, ορος, [poetic for κοσμητής
one who marshals an army, a commander, Hom.

Mantoulidis Etymological

(=ἀρχηγός). Ἀπό τό κοσμῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.