βαφικός: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vafikos | |Transliteration C=vafikos | ||
|Beta Code=bafiko/s | |Beta Code=bafiko/s | ||
|Definition= | |Definition=βαφική, βαφικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for dyeing]], κόκκος Dsc.''Eup.''1.37; βοτάνη Luc.''Alex.''12: βαφική (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ, [[art of dyeing]], Ph.1.353, Plu.2.228b, ''PRyl.''98.2 (ii A. D.).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">βίβλοι βαφικαί</b>, in Alchemy, books [[on gilding and silvering]], Ps.-Democr. ap. Syn.Alch.p.57 B.; <b class="b3">καῦσις βαφική</b> Zos.Alch.p.208B.<br><span class="bld">III</span> [[βαφικόν]], τό, form of [[ἰνδικόν]], Dsc.5.92. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[relativo al baño para dorar o platear]] βίβλοι ... βαφικαί Ps.Democr.B 300.17, καῦσις Zos.Alch.208.5.<br /><b class="num">2</b> [[que sirve para teñir]], [[tintóreo]] κόκκος Dsc.<i>Eup</i>.1.37, [[βοτάνη]] Luc.<i>Alex</i>.12<br /><b class="num">•</b>[[del teñido]] (<i>[[sc.]]</i> τέχνη) Ph.1.353, Plu.2.228b, D.Chr.77.4, <i>PRyl</i>.98.2 (II d.C.), βαφικὰ ἐργαστήρια tintorerías</i>, <i>POxy</i>.1648.61 (II d.C.), ἔργον D.Chr.77.14.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ β. especie de [[índigo]] Dsc.5.92. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] zum Färben gehörig, [[βοτάνη]] Luc. Alex. 12; ἡ βαφική, die Färbekunst, Plut. Lac. apophth. p. 224. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] zum Färben gehörig, [[βοτάνη]] Luc. Alex. 12; ἡ βαφική, die Färbekunst, Plut. Lac. apophth. p. 224. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la teinture ; ἡ βαφική ([[τέχνη]]) l'art de teindre.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βαφικός]] -ή -όν [[βαφή]] [[geschikt om verf van te maken]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βᾰφικός:''' [[красящий]] ([[βοτάνη]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰφικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς βαφήν, [[βοτάνη]] Λουκ. Ἀλεξ. 12· βίβλοι β., βιβλία πραγματευόμενα περὶ βαφῆς, Συνέσ.· ἡ βαφικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) Πλούτ. 2. 228Β. | |lstext='''βᾰφικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς βαφήν, [[βοτάνη]] Λουκ. Ἀλεξ. 12· βίβλοι β., βιβλία πραγματευόμενα περὶ βαφῆς, Συνέσ.· ἡ βαφικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) Πλούτ. 2. 228Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰφικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] προς [[βαφή]], σε Λουκ. | |lsmtext='''βᾰφικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] προς [[βαφή]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βαφή]]<br />fit for [[dyeing]], Luc. | |mdlsjtxt=[[βαφή]]<br />fit for [[dyeing]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
βαφική, βαφικόν,
A fit for dyeing, κόκκος Dsc.Eup.1.37; βοτάνη Luc.Alex.12: βαφική (sc. τέχνη), ἡ, art of dyeing, Ph.1.353, Plu.2.228b, PRyl.98.2 (ii A. D.).
II βίβλοι βαφικαί, in Alchemy, books on gilding and silvering, Ps.-Democr. ap. Syn.Alch.p.57 B.; καῦσις βαφική Zos.Alch.p.208B.
III βαφικόν, τό, form of ἰνδικόν, Dsc.5.92.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1relativo al baño para dorar o platear βίβλοι ... βαφικαί Ps.Democr.B 300.17, καῦσις Zos.Alch.208.5.
2 que sirve para teñir, tintóreo κόκκος Dsc.Eup.1.37, βοτάνη Luc.Alex.12
•del teñido (sc. τέχνη) Ph.1.353, Plu.2.228b, D.Chr.77.4, PRyl.98.2 (II d.C.), βαφικὰ ἐργαστήρια tintorerías, POxy.1648.61 (II d.C.), ἔργον D.Chr.77.14.
II subst. τὸ β. especie de índigo Dsc.5.92.
German (Pape)
[Seite 440] zum Färben gehörig, βοτάνη Luc. Alex. 12; ἡ βαφική, die Färbekunst, Plut. Lac. apophth. p. 224.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la teinture ; ἡ βαφική (τέχνη) l'art de teindre.
Étymologie: βάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαφικός -ή -όν βαφή geschikt om verf van te maken.
Russian (Dvoretsky)
βᾰφικός: красящий (βοτάνη Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰφικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς βαφήν, βοτάνη Λουκ. Ἀλεξ. 12· βίβλοι β., βιβλία πραγματευόμενα περὶ βαφῆς, Συνέσ.· ἡ βαφικὴ (ἐνν. τέχνη) Πλούτ. 2. 228Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βαφικός, -ή, -όν) βαφή
ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στη βαφή, ως χρωστική ουσία («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαφικά, τα
τα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο ηθοποιός πριν απ' την παράσταση
αρχ.-μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ βαφική
η τέχνη του βαφιά
2. το ουδ. ως ουσ. βαφικόν, το
το ινδικόν, το λουλάκι
3. φρ. «βίβλοι βαφικαί» — βιβλία των αλχημιστών σχετικά με την επιχρύσωση και την επαργύρωση.
Greek Monotonic
βᾰφικός: -ή, -όν, κατάλληλος προς βαφή, σε Λουκ.