σύαγρος: Difference between revisions
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syagros | |Transliteration C=syagros | ||
|Beta Code=su/agros | |Beta Code=su/agros | ||
|Definition=ὁ, name of a [[dog]], | |Definition=ὁ, name of a [[dog]], S.''Fr.''154.<br><span class="bld">II</span> = [[σῦς ἄγριος]] or [[σῦς ἀγρία]], [[wild boar]] or [[wild sow]], [[wild swine]], Antiph.42, Dionys.Trag.1.2, ''PRyl.''238.3 (iii A.D.), etc.; σ. ἄρρην Gal.12.633; un-Attic acc. to Phryn.358.<br><span class="bld">III</span> name of a kind of [[frankincense]], Dsc.1.68 codd. ([[Συάγριος]] cj. Wellmann, i.e. obtained from Σύαγρος in [[Arabia]]).<br><span class="bld">2</span> a kind of [[date]], Plin.''HN''13.42. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, name of a dog, S.Fr.154.
II = σῦς ἄγριος or σῦς ἀγρία, wild boar or wild sow, wild swine, Antiph.42, Dionys.Trag.1.2, PRyl.238.3 (iii A.D.), etc.; σ. ἄρρην Gal.12.633; un-Attic acc. to Phryn.358.
III name of a kind of frankincense, Dsc.1.68 codd. (Συάγριος cj. Wellmann, i.e. obtained from Σύαγρος in Arabia).
2 a kind of date, Plin.HN13.42.
German (Pape)
[Seite 960] ὁ, der wilde Schweine jagt, von Hunden, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d. – Bei Sp. = σῦς ἄγριος, das wilde Schwein, der Eber, vgl. Lob. Phryn. p. 387 u. Ath. a. a. O.
Russian (Dvoretsky)
σύαγρος: ὁ охотник на кабанов Soph.
Greek (Liddell-Scott)
σύαγρος: ὁ, (σῦς, ἄγρα) ὁ ἀγρεύων ἀγρίους χοίρους, ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, Σοφ. Ἀποσπ. 166. ΙΙ. = σῦς ἄγριος, ἀγριόχοιρος, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁρπαζομένῃ» 1, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F, κτλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 381. ΙΙΙ. εἶδος ξανθοῦ λιβάνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἔντομος, Διοσκ. 1. 81.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ
αγριόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππαγρος].
(II)
ὁ, Α
(για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήραγρος, μύαγρος].
(III)
ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α Σύαγρος
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών
αρχ.
1. είδος λιβάνου από τον Σύαγρο της Αραβίας
2. ο καρπός της χουρμαδιάς, χουρμάς.