ὑπορύσσω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yporysso | |Transliteration C=yporysso | ||
|Beta Code=u(poru/ssw | |Beta Code=u(poru/ssw | ||
|Definition=Att. ὑπορύττω, [[dig under]], [[undermine]], <b class="b3">τὸ τεῖχος, τὰ τείχεα</b>, | |Definition=Att. [[ὑπορύττω]], [[dig under]], [[undermine]], <b class="b3">τὸ τεῖχος, τὰ τείχεα</b>, Hdt.5.115, 6.18, ''PRyl.''127.11 (i A. D.); μέρος τοῦ ἐξαγωγοῦ ''PTeb.'' 13.10 (ii B. C.); <b class="b3">τὸ σταθμόν</b>, of burglars, ib.804.12 (ii B. C.); σύριγγα Polyaen.6.17: abs., Ath.Mech.20.3: metaph., τὰς κοινὰς διαλύσεις ὑ. Plu.''Ages.''35; τὰ τῆς διαίτης Luc.''Merc.Cond.''31; <b class="b3">ὑ. τῶν ἀπορρήτων ἔνια</b> [[find]] them [[out]], Plu.2.490c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. ὑπορύττω, dig under, undermine, τὸ τεῖχος, τὰ τείχεα, Hdt.5.115, 6.18, PRyl.127.11 (i A. D.); μέρος τοῦ ἐξαγωγοῦ PTeb. 13.10 (ii B. C.); τὸ σταθμόν, of burglars, ib.804.12 (ii B. C.); σύριγγα Polyaen.6.17: abs., Ath.Mech.20.3: metaph., τὰς κοινὰς διαλύσεις ὑ. Plu.Ages.35; τὰ τῆς διαίτης Luc.Merc.Cond.31; ὑ. τῶν ἀπορρήτων ἔνια find them out, Plu.2.490c.
German (Pape)
[Seite 1231] att. -ττω, untergraben, unterminiren; Her. 5, 115; τὰ τείχη Pol. 22, 11, 4; Sp., wie Luc. Merc. cond. 31; übertr., Plut. Agesil. 35.
French (Bailly abrégé)
creuser en dessous, miner ; fig. miner, saper, détruire.
Étymologie: ὑπό, ὀρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπορύσσω: атт. ὑπορύττω
1 вести подкоп, подкапывать (τὸ τεῖχος Her., Polyb.);
2 подрывать, разрушать: ὑ. τὰς κοινὰς διαλύσεις Plut. подрывать состояние всеобщего мира;
3 изнурять, истощать (τινά Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπορύσσω: Ἀττ. -ττω, σκάπτω ὑποκάτω, ὑποσκάπτω, ὑπονομεύω, τὸ τεῖχος, τὰ τείχεα Ἡρόδ. 5. 115., 6. 18· μεταφορ., ὑπ. τὰς κοινὰς διαλύσεις Πλουτ. Ἀγησ. 35· τὰ τῆς διαίτης Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31· ὑπ. τὰ ἀπόρρητα, προδίδω, κοινολογῶ, Πλούτ. 2. 490C.
Greek Monolingual
ὑπορύσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπορύττω Α
υποσκάπτω
αρχ.
φρ. «ύπορύττω τὰ ἀπόρρητα» — προδίδω, κοινολογώ τα μυστικά (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀρύσσω «σκάβω»].
Greek Monotonic
ὑπορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σκάβω από κάτω, υποσκάπτω, υπονομεύω, φθείρω, σε Ηρόδ.