ὀβελίας: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ovelias
|Transliteration C=ovelias
|Beta Code=o)beli/as
|Beta Code=o)beli/as
|Definition=<b class="b3">ἄρτος, ὁ,</b> roll or loaf <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">baked</b> or <b class="b2">toasted on a spit</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.42</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>103</span>, <span class="bibl">Ph.2.273</span>, cf. Moer.<span class="bibl">p.287</span> P. ; without <b class="b3">ἄρτος</b>, <span class="bibl">Pherecr.55</span>, <span class="bibl">Nicopho 15</span> :—also ὀβέλιος, <span class="title">CIG</span>3597b (Ilium) ; and ὀβελίτης (q. v.). But in <span class="title">AB</span>III we have <b class="b3">ὀβολίας ἄρτους· τοὐς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς</b> (<span class="title">Fr.</span>440).<span class="bibl">Ath.3.111b</span> writes it <b class="b3">ὀβελίας</b> and gives both interpretations.</span>
|Definition=[[ἄρτος]], ὁ, [[roll]] or [[loaf]] [[baked]] or [[toasted]] on a [[spit]], Hp.''Vict.''2.42, Ar.''Fr.''103, Ph.2.273, cf. Moer.p.287 P.; without [[ἄρτος]], Pherecr.55, Nicopho 15:—also [[ὀβέλιος]], ''CIG''3597b (Ilium); and ὀβελίτης ([[quod vide|q.v.]]). But in ''AB''III we have <b class="b3">ὀβολίας ἄρτους· τοὐς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς</b> (''Fr.''440).—Ath.3.111b writes it [[ὀβελίας]] and gives both interpretations.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, auch [[ὀβελίτης]] [[ἄρτος]], ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = [[ὀβολίας]]; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβελίᾱς:''' adj. m поджаренный на вертеле ([[ἄρτος]] Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''ὀβελίας''': ἄρτος, ὁ, ἄρτος ἢ ζυμαρικὸν ὠπτημένον ἐν ὀβελῷ, Ἱππ. 356. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 158· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ ἄρτος, Φερεκρ. ἐν «’Επιλήσμονι» 1, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2· πρβλ. Böckh. P. E. 1. 132· [[ὡσαύτως]] ὀβέλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3597b· καὶ [[ὀβελίτης]] ὃ ἴδε. - Ἀλλ’ ἐν Α. Β. 111 ἔχομεν «[[ὀβελίας]] ἄρτους· τοὺς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς» (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 384). Παρ’ Ἀθην. 111Β φέρεται [[ὀβελίας]], καὶ ὑπάρχουσιν [[αὐτόθι]] ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίας]] και ὀβέλιος και [[ὀβελίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> ψημένος στη [[σούβλα]] («[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρνί]] που ψήνεται στη [[σούβλα]], [[ιδίως]] το [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὀβελίας]] [[ἄρτος]]»<br />(στην Αλεξάνδρεια), [[άρτος]] που κόστιζε έναν οβολό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[ορνιθίας]], [[τρυγίας]]). Ο τ. <i>ὀβέλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[τρύγιος]]), ενώ ο τ. [[ὀβελίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[νεφρίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβελίας Medium diacritics: ὀβελίας Low diacritics: οβελίας Capitals: ΟΒΕΛΙΑΣ
Transliteration A: obelías Transliteration B: obelias Transliteration C: ovelias Beta Code: o)beli/as

English (LSJ)

ἄρτος, ὁ, roll or loaf baked or toasted on a spit, Hp.Vict.2.42, Ar.Fr.103, Ph.2.273, cf. Moer.p.287 P.; without ἄρτος, Pherecr.55, Nicopho 15:—also ὀβέλιος, CIG3597b (Ilium); and ὀβελίτης (q.v.). But in ABIII we have ὀβολίας ἄρτους· τοὐς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς (Fr.440).—Ath.3.111b writes it ὀβελίας and gives both interpretations.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, auch ὀβελίτης ἄρτος, ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = ὀβολίας; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar.

Russian (Dvoretsky)

ὀβελίᾱς: adj. m поджаренный на вертеле (ἄρτος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀβελίας: ἄρτος, ὁ, ἄρτος ἢ ζυμαρικὸν ὠπτημένον ἐν ὀβελῷ, Ἱππ. 356. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 158· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ ἄρτος, Φερεκρ. ἐν «’Επιλήσμονι» 1, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2· πρβλ. Böckh. P. E. 1. 132· ὡσαύτως ὀβέλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3597b· καὶ ὀβελίτης ὃ ἴδε. - Ἀλλ’ ἐν Α. Β. 111 ἔχομεν «ὀβελίας ἄρτους· τοὺς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς» (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 384). Παρ’ Ἀθην. 111Β φέρεται ὀβελίας, καὶ ὑπάρχουσιν αὐτόθι ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι.

Greek Monolingual

ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης)
ως επίθ. ψημένος στη σούβλαὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα
αρχ.
φρ. «ὀβελίας ἄρτος»
(στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθίας, τρυγίας). Ο τ. ὀβέλιος < ὀβελός + κατάλ. -ιος (πρβλ. τρύγιος), ενώ ο τ. ὀβελίτης < ὀβελός + επίθημα -ίτης (πρβλ. νεφρίτης)].