ῥαντήριος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rantirios
|Transliteration C=rantirios
|Beta Code=r(anth/rios
|Beta Code=r(anth/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for sprinkling</b>, <b class="b3">πέδον ῥ</b>. [[besprinkled]], [[reeking]], with blood, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1092</span>; Pors. read <b class="b3">πέδου ῥαντήριον</b> (as Subst.) [[defilement]]; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. <b class="b3">πεδορραντήριον</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ῥαντήριον, τό</b>,= <b class="b3">περιρραντήριον</b>, <span class="title">BCH</span> 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> of or for [[sprinkling]], <b class="b3">πέδον ῥ.</b> [[besprinkled]], [[reeking]], with blood, A.''Ag.''1092; Pors. read <b class="b3">πέδου ῥαντήριον</b> (as [[substantive]]) [[defilement]]; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. [[πεδορραντήριον]].<br><span class="bld">II</span> [[ῥαντήριον]], τό, = [[περιρραντήριον]], ''BCH'' 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; [[πέδον]] ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; [[πέδον]] ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[arrosé]], [[mouillé]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαντήριος:''' [[обрызганный]] (кровью), обагренный ([[πέδον]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] πεδορραντήριος).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαντήριος''': -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, [[πέδον]] ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), [[μολυσμός]]· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: [[πεδορραντήριον]].
|lstext='''ῥαντήριος''': -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, [[πέδον]] ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), [[μολυσμός]]· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: [[πεδορραντήριον]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />arrosé, mouillé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[ῥαντήρ]]·1. αυτός στον οποίο γίνεται [[ραντισμός]] («[[πέδον]] ῥαντήριον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαντήριον</i><br />το [[περιρραντήριο]].
|mltxt=-ον, Α [[ῥαντήρ]]·1. αυτός στον οποίο γίνεται [[ραντισμός]] («[[πέδον]] ῥαντήριον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαντήριον</i><br />το [[περιρραντήριο]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥαντήριος:''' -α, -ον ([[ῥαίνω]]), [[κατάλληλος]] για [[ράντισμα]], σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με [[αίμα]], μολυσμένος.
|lsmtext='''ῥαντήριος:''' -α, -ον ([[ῥαίνω]]), [[κατάλληλος]] για [[ράντισμα]], σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με [[αίμα]], μολυσμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαντήριος:''' обрызганный (кровью), обагренный ([[πέδον]] Aesch. - v. l. πεδορραντήριος).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥαντήριος]], η, ον [[ῥαίνω]]<br />of or for [[sprinkling]]:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.
|mdlsjtxt=[[ῥαντήριος]], η, ον [[ῥαίνω]]<br />of or for [[sprinkling]]:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντήριος Medium diacritics: ῥαντήριος Low diacritics: ραντήριος Capitals: ΡΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhantḗrios Transliteration B: rhantērios Transliteration C: rantirios Beta Code: r(anth/rios

English (LSJ)

α, ον,
A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag.1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as substantive) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον.
II ῥαντήριον, τό, = περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 834] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; πέδον ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
arrosé, mouillé.
Étymologie: ῥαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ῥαντήριος: обрызганный (кровью), обагренный (πέδον Aesch. - v.l. πεδορραντήριος).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντήριος: -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, πέδον ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), μολυσμός· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: πεδορραντήριον.

Greek Monolingual

-ον, Α ῥαντήρ·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμόςπέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον
το περιρραντήριο.

Greek Monotonic

ῥαντήριος: -α, -ον (ῥαίνω), κατάλληλος για ράντισμα, σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με αίμα, μολυσμένος.

Middle Liddell

ῥαντήριος, η, ον ῥαίνω
of or for sprinkling:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.