ῥαβδωτός: Difference between revisions
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ravdotos | |Transliteration C=ravdotos | ||
|Beta Code=r(abdwto/s | |Beta Code=r(abdwto/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥαβδωτή, ῥαβδωτόν, (as if from [[ῥαβδόω]], cf. [[ῥάβδος]])<br><span class="bld">A</span> made or [[plaited with rods]], <b class="b3">ῥ. θύραι</b> [[wicker]] [[hurdle]]s, D.S.3.22.<br><span class="bld">II</span> ([[ῥάβδος]] ''III'') [[striped]], ἱμάτια [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.3.16; of shells, [[ribbed]], [[fluted]], [[keeled]], Arist.''HA''528a25, ''Fr.''304; so of a cup, [[ribbed]], IG11(2).162 ''B''26 (Delos, iii B.C.), Polem.Hist.60. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥαβδωτή, ῥαβδωτόν, (as if from ῥαβδόω, cf. ῥάβδος)
A made or plaited with rods, ῥ. θύραι wicker hurdles, D.S.3.22.
II (ῥάβδος III) striped, ἱμάτια X.Cyr.8.3.16; of shells, ribbed, fluted, keeled, Arist.HA528a25, Fr.304; so of a cup, ribbed, IG11(2).162 B26 (Delos, iii B.C.), Polem.Hist.60.
German (Pape)
[Seite 830] 1) von Ruthen gemacht, geflochten, θύραι, D. Sic. 3, 22. – 2) gestreift, bes. der Länge nach; ἱμάτια, Xen. Cyr. 8, 3, 16; eine Muschelart, Arist. H. A. 4, 4; von einem Becher, Mnesith. b. Ath. XI, 484 c. S. das Vorige.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rayé, cannelé, strié.
Étymologie: ῥάβδος.
Russian (Dvoretsky)
ῥαβδωτός:
1 полосатый (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);
2 плетеный из прутьев (θύραι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδωτός: -ή, -όν, (ὅπερ ἐκ ῥήμ. ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος), πεποιημένος ἢ πεπλεγμένος ἐκ ῥάβδων, ῥ. θύραι, πλεκτὰ καλύμματα, Διόδ. 3. 22. ΙΙ. (ῥάβδος ΙΙ) ἔχων γραμμὰς ἢ σειράς, ἱμάτια Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· ἐπὶ ζῴων ἐχόντων ἐπὶ τοῦ δέρματος σειρὰς ῥαβδοειδεῖς, Λατ. virgatus, μάλιστα κατὰ μῆκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6· ἐπὶ κιόνων, αὐλακωτός, Εὐστρατ. Ὑπομνήματα εἰς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4· οὕτως ἐπὶ ποτηρίου, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C.
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / ῥαβδωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω
1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες»)
2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός
νεοελλ.
φρ. «ραβδωτό σώμα»
ανατ. τμήμα του εξωπυραμιδικού συστήματος του εγκεφάλου, αποτελούμενο από την κερκοφόρο και τον φακοειδή πυρήνα και εντοπιζόμενο στη βάση τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
κατασκευασμένος ή πλεγμένος από ράβδους («ῥαβδωτός... θύρας ἐπ' ἄκρας αὐτὰς ἐπιστήσαντες», Διοσκ.).
}}
Greek Monotonic
ῥαβδωτός: -ή, -όν (από το ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος II), αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός, ριγέ, ραβδοειδής, αυλακωτός (λέγεται για τους κίονες), σε Ξεν.
Middle Liddell
ῥαβδωτός, ή, όν [as if from ῥαβδόω] [cf. ῥάβδος II]
striped, Xen.