σκηνοποιία: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(1b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skinopoiia | |Transliteration C=skinopoiia | ||
|Beta Code=skhnopoii/a | |Beta Code=skhnopoii/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> tent-making: pitching of tents, Aen.Tact.8.3, ''Rev.Arch.''3(1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), Plb.6.28.3; [[building of a theatre]], D.C.67.2; [[nest-building]], of swallows, Antig.''Mir.''37: metaph., <b class="b3">σ. τῆς τύχης</b> [[theatrical]], [[dramatic stroke]] of fortune, Hld.10.16.<br><span class="bld">II</span> [[theatrical display]], Jul.''Or.''7.216d. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A tent-making: pitching of tents, Aen.Tact.8.3, Rev.Arch.3(1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), Plb.6.28.3; building of a theatre, D.C.67.2; nest-building, of swallows, Antig.Mir.37: metaph., σ. τῆς τύχης theatrical, dramatic stroke of fortune, Hld.10.16.
II theatrical display, Jul.Or.7.216d.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν σκηνάς, στήνειν σκηνάς, Πολύβ. 8. 28, 3· μεταφορ., σκ. τῆς τύχης, ἡ συχνὴ μεταβολὴ τῆς τύχης, ὡς εἰ αὕτη ἦτο νομαδικῆς τινος φυλῆς, Ἡλιοδ. 10. 16. ΙΙ. θεατρικὴ ἐπίδειξις, Ἰουλιαν. 216D.
Greek Monolingual
η, σκηνοποιΐα, ΝΑ σκηνοποιός
κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου
2. κτίσιμο φωλιάς
3. θεατρική παράσταση
4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης»
μτφ. η συχνή μεταβολή της τύχης.
Greek Monotonic
σκηνοποιία: ἡ, κατασκευή ή στήσιμο σκηνής, σε Πολύβ.
Middle Liddell
σκηνοποιία, ἡ,
a pitching of tents, Polyb. [from σκηνοποιός