κλητικός: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klitikos
|Transliteration C=klitikos
|Beta Code=klhtiko/s
|Beta Code=klhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b>or <b class="b2">for invitation</b>, Men.Rh.<span class="bibl">p.424</span> S.; σχῆμα <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>4.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">invocatory</b>, <b class="b3">ὕμνοι</b> Men.Rh.<span class="bibl">p.333</span> S.; τύπος Id.p.334 S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Gramm., <b class="b2">vocative</b>, <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">πτῶσις</b>) <span class="bibl">D.T.636.7</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>6.9</span>, al.; σύνταξις <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>46.8</span>; <b class="b3">τὸ κ. </b> Hdn.Gr.<span class="bibl">1.473</span>.</span>
|Definition=κλητική, κλητικόν,<br><span class="bld">A</span> ofor [[for invitation]], Men.Rh.p.424 S.; σχῆμα Hermog.''Inv.''4.3.<br><span class="bld">2</span> [[invocatory]], [[ὕμνοι]] Men.Rh.p.333 S.; τύπος Id.p.334 S.<br><span class="bld">3</span> Gramm., [[vocative]], ἡ [[κλητική]] (''[[sc.]]'' [[πτῶσις]]) D.T.636.7, A.D.''Pron.''6.9, al.; σύνταξις Id.''Synt.''46.8; <b class="b3">τὸ κ. ὦ</b> Hdn.Gr.1.473.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] zum Rufen, zum Namen gehörig; ἡ κλητική, ''[[sc.]]'' [[πτῶσις]], casus vocativus, Gramm.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui sert à appeler]] ; <i>t. de gramm.</i> ἡ κλητική ([[πτῶσις]]) le vocatif;<br /><b>2</b> [[qui sert à invoquer]];<br /><b>3</b> [[qui concerne une invitation]].<br />'''Étymologie:''' [[καλέω]].
}}
{{ls
|lstext='''κλητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόσκλησιν, (Walz) Ρήτορ. 9. 298. 2) ἐπίκλησιν περιέχων, κλ. ὕμνοι [[αὐτόθι]] 132. 3) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ καλεῖν ἢ ἐπικαλεῖσθαί τινα, ἡ κλητική (δηλ. [[πτῶσις]]), Λατ. casus vocativus, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 216.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κλητικός]], -ή, -όν) [[κλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κλήση]], στην [[πρόσκληση]], αυτός που γίνεται με [[κλήση]]<br /><b>2.</b> [[επικλητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>γραμμ.</b> η [[κλητική]]<br />η [[πτώση]] με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύμνο) αυτός που περιέχει [[επίκληση]] [[προς]] θεούς<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[κλήση]], σε [[επίκληση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλητικώς</i> καί -<i>ά</i><br /><b>1.</b> με [[κλήση]], με [[πρόσκληση]], με [[προσφώνηση]]<br /><b>2.</b> σε [[κλητική]] [[πτώση]].
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλητικός Medium diacritics: κλητικός Low diacritics: κλητικός Capitals: ΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: klētikós Transliteration B: klētikos Transliteration C: klitikos Beta Code: klhtiko/s

English (LSJ)

κλητική, κλητικόν,
A ofor for invitation, Men.Rh.p.424 S.; σχῆμα Hermog.Inv.4.3.
2 invocatory, ὕμνοι Men.Rh.p.333 S.; τύπος Id.p.334 S.
3 Gramm., vocative, ἡ κλητική (sc. πτῶσις) D.T.636.7, A.D.Pron.6.9, al.; σύνταξις Id.Synt.46.8; τὸ κ. ὦ Hdn.Gr.1.473.

German (Pape)

[Seite 1452] zum Rufen, zum Namen gehörig; ἡ κλητική, sc. πτῶσις, casus vocativus, Gramm.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sert à appeler ; t. de gramm. ἡ κλητική (πτῶσις) le vocatif;
2 qui sert à invoquer;
3 qui concerne une invitation.
Étymologie: καλέω.

Greek (Liddell-Scott)

κλητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόσκλησιν, (Walz) Ρήτορ. 9. 298. 2) ἐπίκλησιν περιέχων, κλ. ὕμνοι αὐτόθι 132. 3) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ καλεῖν ἢ ἐπικαλεῖσθαί τινα, ἡ κλητική (δηλ. πτῶσις), Λατ. casus vocativus, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 216.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κλητικός, -ή, -όν) κλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση
2. επικλητικός
3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική
η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. (για ύμνο) αυτός που περιέχει επίκληση προς θεούς
2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλήση, σε επίκληση.
επίρρ...
κλητικώς καί -ά
1. με κλήση, με πρόσκληση, με προσφώνηση
2. σε κλητική πτώση.