ὑπορρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yporripto
|Transliteration C=yporripto
|Beta Code=u(porri/ptw
|Beta Code=u(porri/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">throw down</b> or <b class="b2">under</b>, <b class="b3">ὑ. τινὰ τοῖς θηρίοις</b> <b class="b2">throw</b> him to the wild beasts, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Eum.</span>17</span>; πικροῖς δεσπόταις ὑ. ἑαυτούς <span class="bibl">Ph.1.376</span>; so ὑπορριπτέω, <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>38</span>; <b class="b3">πᾶν γένος δελέατος ὑπερρίπτει</b> prob. cj. in <span class="bibl">Plb.29.8.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">insert under</b>, ὑπορρίπτειν τὸ σπαθίον ὑπὸ τοὺς χιτῶνας <span class="title">Hippiatr.</span>20.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[throw down]] or [[under]], <b class="b3">ὑ. τινὰ τοῖς θηρίοις</b> [[throw]] him to the wild beasts, Plu.''Eum.''17; πικροῖς δεσπόταις ὑ. ἑαυτούς Ph.1.376; so ὑπορριπτέω, App.''Mith.''38; <b class="b3">πᾶν γένος δελέατος ὑπερρίπτει</b> prob. cj. in Plb.29.8.3.<br><span class="bld">2</span> [[insert under]], ὑπορρίπτειν τὸ σπαθίον ὑπὸ τοὺς χιτῶνας ''Hippiatr.''20.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[jeter sous]];<br /><b>2</b> [[soumettre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ῥίπτω]].
}}
{{pape
|ptext=([[ῥίπτω]]), <i>[[darunter]] [[werfen]], [[vorwerfen]]</i>, τινὰ τοῖς θηρίοις Plut. <i>Eumen</i>. 17, und andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπορρίπτω:''' [[подбрасывать]], [[бросать]] (τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπορρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[ὑποκάτω]], ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις, [[ῥίπτω]] τινὰ εἰς τὰ ἄγρια θηρία, Πλουτ. Εὐμέν. 17· πικροῖς δεσπόταις ὑπ. ἑαυτοὺς Φίλων 1. 376 [[οὕτως]], ὑπορριπτέω, Ἀππ. Μιθρ. 38, Γρηγ. Ναζ. σ. 119, 16.
|lstext='''ὑπορρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[ὑποκάτω]], ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις, [[ῥίπτω]] τινὰ εἰς τὰ ἄγρια θηρία, Πλουτ. Εὐμέν. 17· πικροῖς δεσπόταις ὑπ. ἑαυτοὺς Φίλων 1. 376 [[οὕτως]], ὑπορριπτέω, Ἀππ. Μιθρ. 38, Γρηγ. Ναζ. σ. 119, 16.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> jeter sous;<br /><b>2</b> soumettre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ῥίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[ὑπορρίπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ὑπορρίπτω]] [[κατά]] τα συνηρημένα].
|mltxt=-έω, Α<br />[[ὑπορρίπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ὑπορρίπτω]] [[κατά]] τα συνηρημένα].<br />Α [[ῥίπτω]]<br />[[ρίχνω]] από [[κάτω]] και [[μπροστά]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ῥίπτω]]<br />[[ρίχνω]] από [[κάτω]] και [[μπροστά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπορρίπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρίχνω]] από [[κάτω]], [[ὑπορρίπτω]] τινὰ τοῖς θηρίοις, [[ρίχνω]] κάποιον στα άγρια θηρία, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑπορρίπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρίχνω]] από [[κάτω]], [[ὑπορρίπτω]] τινὰ τοῖς θηρίοις, [[ρίχνω]] κάποιον στα άγρια θηρία, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑπορρίπτω:''' подбрасывать, бросать (τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.).
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[throw]] under, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις to [[throw]] him to the [[wild]] beasts, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπορρίπτω Medium diacritics: ὑπορρίπτω Low diacritics: υπορρίπτω Capitals: ΥΠΟΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: hyporríptō Transliteration B: hyporriptō Transliteration C: yporripto Beta Code: u(porri/ptw

English (LSJ)

A throw down or under, ὑ. τινὰ τοῖς θηρίοις throw him to the wild beasts, Plu.Eum.17; πικροῖς δεσπόταις ὑ. ἑαυτούς Ph.1.376; so ὑπορριπτέω, App.Mith.38; πᾶν γένος δελέατος ὑπερρίπτει prob. cj. in Plb.29.8.3.
2 insert under, ὑπορρίπτειν τὸ σπαθίον ὑπὸ τοὺς χιτῶνας Hippiatr.20.

French (Bailly abrégé)

1 jeter sous;
2 soumettre.
Étymologie: ὑπό, ῥίπτω.

German (Pape)

(ῥίπτω), darunter werfen, vorwerfen, τινὰ τοῖς θηρίοις Plut. Eumen. 17, und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

ὑπορρίπτω: подбрасывать, бросать (τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπορρίπτω: ῥίπτω ὑποκάτω, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις, ῥίπτω τινὰ εἰς τὰ ἄγρια θηρία, Πλουτ. Εὐμέν. 17· πικροῖς δεσπόταις ὑπ. ἑαυτοὺς Φίλων 1. 376 οὕτως, ὑπορριπτέω, Ἀππ. Μιθρ. 38, Γρηγ. Ναζ. σ. 119, 16.

Greek Monolingual

-έω, Α
ὑπορρίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ὑπορρίπτω κατά τα συνηρημένα].
Α ῥίπτω
ρίχνω από κάτω και μπροστά.

Greek Monotonic

ὑπορρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω από κάτω, ὑπορρίπτω τινὰ τοῖς θηρίοις, ρίχνω κάποιον στα άγρια θηρία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ψω
to throw under, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις to throw him to the wild beasts, Plut.