ἀποσπάς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(Bailly1_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apospas
|Transliteration C=apospas
|Beta Code=a)pospa/s
|Beta Code=a)pospa/s
|Definition=άδος,ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">torn off from</b>, τινός <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.289</span>, al.: metaph., <b class="b3">βασσαρίδες ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης</b> ib.<span class="bibl">34.347</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst., <b class="b2">slip for propagating</b>, <span class="bibl">Gp.11.9</span>, etc.; <b class="b2">vine-branch</b> or <b class="b2">bunch of grapes</b>, AP6.300 (Leon.): metaph., <b class="b2">branch</b> of a river, <span class="bibl">Eust.1712.6</span>.</span>
|Definition=ἀποσπάδος,ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[torn off from]], τινός [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.289, al.: metaph., <b class="b3">βασσαρίδες ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης</b> ib.34.347, etc.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[slip for propagating]], Gp.11.9, etc.; [[vine-branch]] or [[bunch of grapes]], AP6.300 (Leon.): metaph., [[branch]] of a river, Eust.1712.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-άδος<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰδ-]<br /><b class="num">1</b> adj. [[arrancado]], [[separado]] ταμὼν ... νῆσον ἁλικρήπιδος ἀποσπάδα πέζαν ἀρούρης cortando, a modo de isla, una parte arrancada de la tierra bañada por el mar</i> Nonn.<i>D</i>.1.289, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι Nonn.<i>D</i>.6.253, βακχείην στίχα πᾶσαν ἀποσπάδα δηιοτῆτος Nonn.<i>D</i>.34.261, (Βασσαρῖδες) ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Nonn.<i>D</i>.34.347.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἀ. [[esqueje]] del apio οὐ μόνον ἐξ [[ἀποσπάδων]] ... κατατίθεται <i>Gp</i>.10.23.3, πύξος φυτεύεται ἐξ [[ἀποσπάδων]] <i>Gp</i>.11.9, cf. 11.16.1<br /><b class="num"></b>[[grapa]], [[parte de un racimo]] κεὐοίνου σταφυλῆς ἔχ' ἀποσπάδα <i>AP</i> 6.300 (Leon.)<br /><b class="num"></b>fig. [[brazo]] de un río, Eust.1712.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] άδος, fem. zu [[ἀποσπάδιος]], abgerissen, Nonn.; ἡ ἀπ., abgerissener Zweig, Ranke, Leon. Tar. 13 (VI, 300).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] άδος, fem. zu [[ἀποσπάδιος]], abgerissen, Nonn.; ἡ ἀπ., abgerissener Zweig, Ranke, Leon. Tar. 13 (VI, 300).
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><b>I.</b> <i>adj. f.</i> arrachée;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ἡ [[ἀποσπάς]] :<br /><b>1</b> [[branche]];<br /><b>2</b> [[tige de plante]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσπάς:''' άδος ἡ [[отломанная ветвь]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσπάς''': -άδος, ἡ , ἀπεσπασμένη, ἀποκεχωρισμένη, διωκόμεναι δὲ σιδήρῳ ἄστεος ἐντὸς ἵκανον ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Νόνν. Δ. 34, 347, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παραφυὰς ἀποκεκομμένη πρὸς φύτευσιν, οὐ μόνον δὲ ἐξ [[ἀποσπάδων]], ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτορίζων κατατίθεται Γεωπ. 10, 23, 3· [[πύξος]] φυτεύεται ἔκ τε [[ἀποσπάδων]] καὶ κορυνῶν 11, 9, κτλ.· [[ἀπόσπασμα]] κλήματος [[μετὰ]] σταφυλῶν, ἢ «ἕνα τσαμπὶ σταφύλια», Ἀνθ. Π. 6. 300· μεταφ., [[βραχίων]] ἢ διακλάδωσις ποταμοῦ, διά τινος ἀποσπάδος τοῦ μεγάλου Ἴστρου Εὐστ. 1712. 6.
|lstext='''ἀποσπάς''': -άδος, ἡ, ἀπεσπασμένη, ἀποκεχωρισμένη, διωκόμεναι δὲ σιδήρῳ ἄστεος ἐντὸς ἵκανον ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Νόνν. Δ. 34, 347, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παραφυὰς ἀποκεκομμένη πρὸς φύτευσιν, οὐ μόνον δὲ ἐξ [[ἀποσπάδων]], ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτορίζων κατατίθεται Γεωπ. 10, 23, 3· [[πύξος]] φυτεύεται ἔκ τε [[ἀποσπάδων]] καὶ κορυνῶν 11, 9, κτλ.· [[ἀπόσπασμα]] κλήματος μετὰ σταφυλῶν, ἢ «ἕνα τσαμπὶ σταφύλια», Ἀνθ. Π. 6. 300· μεταφ., [[βραχίων]] ἢ διακλάδωσις ποταμοῦ, διά τινος ἀποσπάδος τοῦ μεγάλου Ἴστρου Εὐστ. 1712. 6.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=άδος<br /><b>I.</b> <i>adj. f.</i> arrachée;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> [[ἀποσπάς]] :<br /><b>1</b> branche;<br /><b>2</b> tige de plante.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]].
|mltxt=[[ἀποσπάς]] (-[[άδος]]), η (Μ)<br /><b>1.</b> αποκομμένη, αποχωρισμένη<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[παραφυάδα]] αποκομμένη για [[φύτεμα]], [[καταβολάδα]]<br /><b>3.</b> κομμένο [[σταφύλι]], [[τσαμπί]]<br /><b>4.</b> [[παραπόταμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσπάς:''' -[[άδος]], ἡ, [[παραφυάδα]] που έχει κοπεί από δέντρο για να μεταφυτευθεί, [[κλαδί]] κληματαριάς με [[τσαμπί]] σταφύλια, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀποσπάω]]<br />a [[slip]] [[torn]] from a [[tree]], a [[vine]]-[[branch]] or [[bunch]] of grapes, Anth.: and
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσπάς Medium diacritics: ἀποσπάς Low diacritics: αποσπάς Capitals: ΑΠΟΣΠΑΣ
Transliteration A: apospás Transliteration B: apospas Transliteration C: apospas Beta Code: a)pospa/s

English (LSJ)

ἀποσπάδος,ἡ,
A torn off from, τινός Nonn. D. 1.289, al.: metaph., βασσαρίδες ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης ib.34.347, etc.
II as substantive, slip for propagating, Gp.11.9, etc.; vine-branch or bunch of grapes, AP6.300 (Leon.): metaph., branch of a river, Eust.1712.6.

Spanish (DGE)

-άδος
• Prosodia: [-ᾰδ-]
1 adj. arrancado, separado ταμὼν ... νῆσον ἁλικρήπιδος ἀποσπάδα πέζαν ἀρούρης cortando, a modo de isla, una parte arrancada de la tierra bañada por el mar Nonn.D.1.289, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι Nonn.D.6.253, βακχείην στίχα πᾶσαν ἀποσπάδα δηιοτῆτος Nonn.D.34.261, (Βασσαρῖδες) ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Nonn.D.34.347.
2 subst. ἡ ἀ. esqueje del apio οὐ μόνον ἐξ ἀποσπάδων ... κατατίθεται Gp.10.23.3, πύξος φυτεύεται ἐξ ἀποσπάδων Gp.11.9, cf. 11.16.1
grapa, parte de un racimo κεὐοίνου σταφυλῆς ἔχ' ἀποσπάδα AP 6.300 (Leon.)
fig. brazo de un río, Eust.1712.6.

German (Pape)

[Seite 325] άδος, fem. zu ἀποσπάδιος, abgerissen, Nonn.; ἡ ἀπ., abgerissener Zweig, Ranke, Leon. Tar. 13 (VI, 300).

French (Bailly abrégé)

άδος
I. adj. f. arrachée;
II. subst.ἀποσπάς :
1 branche;
2 tige de plante.
Étymologie: ἀποσπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσπάς: άδος ἡ отломанная ветвь Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσπάς: -άδος, ἡ, ἀπεσπασμένη, ἀποκεχωρισμένη, διωκόμεναι δὲ σιδήρῳ ἄστεος ἐντὸς ἵκανον ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Νόνν. Δ. 34, 347, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παραφυὰς ἀποκεκομμένη πρὸς φύτευσιν, οὐ μόνον δὲ ἐξ ἀποσπάδων, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτορίζων κατατίθεται Γεωπ. 10, 23, 3· πύξος φυτεύεται ἔκ τε ἀποσπάδων καὶ κορυνῶν 11, 9, κτλ.· ἀπόσπασμα κλήματος μετὰ σταφυλῶν, ἢ «ἕνα τσαμπὶ σταφύλια», Ἀνθ. Π. 6. 300· μεταφ., βραχίων ἢ διακλάδωσις ποταμοῦ, διά τινος ἀποσπάδος τοῦ μεγάλου Ἴστρου Εὐστ. 1712. 6.

Greek Monolingual

ἀποσπάς (-άδος), η (Μ)
1. αποκομμένη, αποχωρισμένη
2. ως ουσ. παραφυάδα αποκομμένη για φύτεμα, καταβολάδα
3. κομμένο σταφύλι, τσαμπί
4. παραπόταμος.

Greek Monotonic

ἀποσπάς: -άδος, ἡ, παραφυάδα που έχει κοπεί από δέντρο για να μεταφυτευθεί, κλαδί κληματαριάς με τσαμπί σταφύλια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀποσπάω
a slip torn from a tree, a vine-branch or bunch of grapes, Anth.: and