ἴσχαιμος: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ischaimos
|Transliteration C=ischaimos
|Beta Code=i)/sxaimos
|Beta Code=i)/sxaimos
|Definition=ον, (ἴσχω, αἷμα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">staunching blood</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.13.1</span>, Dsc. 4.43; <b class="b2">styptic</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>46</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.6</span> (dat. pl. <b class="b3">-αίμασι</b> codd.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1088.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἴσχαιμος, ἡ</b>, <b class="b2">plant used as a styptic, Andropogon ischaemum</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.15.3</span>, Sch.<span class="bibl">Il.11.846</span>.</span>
|Definition=ἴσχαιμον, ([[ἴσχω]], [[αἷμα]])<br><span class="bld">A</span> [[staunching blood]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.13.1, Dsc. 4.43; [[styptic]], Luc.''Tim.''46, Aret.''CA''2.6 (dat. pl. -αίμασι codd.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1088.19.<br><span class="bld">2</span> [[ἴσχαιμος]], ἡ, [[plant used as a styptic]], [[Andropogon ischaemum]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.15.3, Sch.Il.11.846.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] bluthemmend, Luc. Tim. 46, Medic., [[φάρμακον]]; – ἡ ἴσχ., eine Pflanze, die auch ἰσχαίμων heißt.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui arrête le sang]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴσχω]], [[αἷμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴσχαιμος:''' [[кровоостанавливающий]] ([[φάρμακον]] Luc.).
}}
{{ls
|lstext='''ἴσχαιμος''': -ον, ([[ἴσχω]]) ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥεῦσι τοῦ αἵματος, Θεοφρ. Π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1· δεινῶς γὰρ ἴσχαιμόν ἐστι τὸ φάρκακον Λουκ. Τίμ. 46· - [[ἴσχαιμος]], ἡ [[ῥίζα]] φυτοῦ τινος τῆς Θράκης ἔχουσα τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥοὴν τοῦ αἵματος «κεντηθείσης φλεβός, οἱ δὲ καὶ σφοδροτέρω διατμηθείσης» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 3, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 848.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἴσχαιμος]], -ον)<br />αυτός που προκαλεί [[αναστολή]] της κυκλοφορίας του αίματος («[[ἴσχαιμος]] [[περίδεσις]]» — η πρόχειρη [[κατάπαυση]] της αιμορραγίας από κάποιο [[τραύμα]], Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φάρμακα) ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἴσχαιμος]]<br />[[ρίζα]] φυτού που αναστέλλει την [[εκροή]] του αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴσχ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. [[ολίγαιμος]], [[παχύαιμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴσχαιμος:''' -ον ([[ἴσχω]], [[αἷμα]]), αυτός που σταματά το [[αίμα]], [[αιμοστατικός]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἴσχ-αιμος, ον [[ἴσχω]], [[αἷμα]]<br />staunching [[blood]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσχαιμος Medium diacritics: ἴσχαιμος Low diacritics: ίσχαιμος Capitals: ΙΣΧΑΙΜΟΣ
Transliteration A: íschaimos Transliteration B: ischaimos Transliteration C: ischaimos Beta Code: i)/sxaimos

English (LSJ)

ἴσχαιμον, (ἴσχω, αἷμα)
A staunching blood, Thphr. HP 9.13.1, Dsc. 4.43; styptic, Luc.Tim.46, Aret.CA2.6 (dat. pl. -αίμασι codd.), POxy.1088.19.
2 ἴσχαιμος, ἡ, plant used as a styptic, Andropogon ischaemum, Thphr. HP 9.15.3, Sch.Il.11.846.

German (Pape)

[Seite 1272] bluthemmend, Luc. Tim. 46, Medic., φάρμακον; – ἡ ἴσχ., eine Pflanze, die auch ἰσχαίμων heißt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui arrête le sang.
Étymologie: ἴσχω, αἷμα.

Russian (Dvoretsky)

ἴσχαιμος: кровоостанавливающий (φάρμακον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἴσχαιμος: -ον, (ἴσχω) ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥεῦσι τοῦ αἵματος, Θεοφρ. Π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1· δεινῶς γὰρ ἴσχαιμόν ἐστι τὸ φάρκακον Λουκ. Τίμ. 46· - ἴσχαιμος, ἡ ῥίζα φυτοῦ τινος τῆς Θράκης ἔχουσα τὴν δύναμιν νὰ κωλύῃ τὴν ῥοὴν τοῦ αἵματος «κεντηθείσης φλεβός, οἱ δὲ καὶ σφοδροτέρω διατμηθείσης» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 3, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 848.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἴσχαιμος, -ον)
αυτός που προκαλεί αναστολή της κυκλοφορίας του αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» — η πρόχειρη κατάπαυση της αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.)
αρχ.
1. (για φάρμακα) ο στυπτικός
2. το θηλ. ως ουσ.ἴσχαιμος
ρίζα φυτού που αναστέλλει την εκροή του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχ- (< ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω») + -αιμος (< αίμα), πρβλ. ολίγαιμος, παχύαιμος].

Greek Monotonic

ἴσχαιμος: -ον (ἴσχω, αἷμα), αυτός που σταματά το αίμα, αιμοστατικός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἴσχ-αιμος, ον ἴσχω, αἷμα
staunching blood, Luc.