δάρατος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daratos
|Transliteration C=daratos
|Beta Code=da/ratos
|Beta Code=da/ratos
|Definition=ὁ, a Thessalian kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bread]], Maced. <b class="b3">δράμις</b>, Seleuc. ap. <span class="bibl">Ath.3.114b</span>: neut. δάρατον, τό, prob. in <span class="title">IG</span>9(2).1202 (Coropa, vi/v B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">unleavened bread</b>, Nic.<span class="title">Fr.</span>184:—also fem. pl. δαράται, αἱ, [[cakes]] offered at marriage and registration ceremonies by a <b class="b3">φρατρία</b>, <span class="title">Michel</span>995<span class="title">A</span>5, al. (Delph., v/iv B.C.).</span>
|Definition=ὁ, a Thessalian kind of<br><span class="bld">A</span> [[bread]], Maced. [[δράμις]], Seleuc. ap. Ath.3.114b: neut. δάρατον, τό, prob. in ''IG''9(2).1202 (Coropa, vi/v B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[unleavened bread]], Nic.''Fr.''184:—also fem. pl. δαράται, αἱ, [[cakes]] offered at marriage and registration ceremonies by a [[φρατρία]], ''Michel''995''A''5, al. (Delph., v/iv B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] ὁ, = [[ἄρτος]] [[ἄζυμος]], Ath. III, 110 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] ὁ, = [[ἄρτος]] [[ἄζυμος]], Ath. III, 110 d.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pain thessalien non levé qui ressemble à [[δράμις]].<br />'''Étymologie:''' DELG mot dialectal technique et rituel, sans étym. ; cf. [[δαράται]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δάρατος''': ὁ, [[εἶδος]] Θεσσαλικοῦ ἄρτου, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β.
|lstext='''δάρατος''': ὁ, [[εἶδος]] Θεσσαλικοῦ ἄρτου, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pain thessalien non levé qui ressemble à [[δράμις]].<br />'''Étymologie:''' DELG mot dialectal technique et rituel, sans étym. ; cf. [[δαράται]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δάρατος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ψωμιού στη [[Θεσσαλία]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>δάρατον</i>, το<br />[[ψωμί]] ζυμωμένο [[χωρίς]] [[προζύμι]]<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) [[δαράται]]<br />γλυκίσματα που προσφέρονται στις τελετές του γάμου ή της καταγραφής τών παιδιών από τη [[φατρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. [[διαλεκτική]] της τεχνικής και τελετουργικής ορολογίας].
|mltxt=[[δάρατος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ψωμιού στη [[Θεσσαλία]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>δάρατον</i>, το<br />[[ψωμί]] ζυμωμένο [[χωρίς]] [[προζύμι]]<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) [[δαράται]]<br />γλυκίσματα που προσφέρονται στις τελετές του γάμου ή της καταγραφής τών παιδιών από τη [[φατρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. [[διαλεκτική]] της τεχνικής και τελετουργικής ορολογίας].
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάρατος Medium diacritics: δάρατος Low diacritics: δάρατος Capitals: ΔΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dáratos Transliteration B: daratos Transliteration C: daratos Beta Code: da/ratos

English (LSJ)

ὁ, a Thessalian kind of
A bread, Maced. δράμις, Seleuc. ap. Ath.3.114b: neut. δάρατον, τό, prob. in IG9(2).1202 (Coropa, vi/v B.C.).
II unleavened bread, Nic.Fr.184:—also fem. pl. δαράται, αἱ, cakes offered at marriage and registration ceremonies by a φρατρία, Michel995A5, al. (Delph., v/iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 523] ὁ, = ἄρτος ἄζυμος, Ath. III, 110 d.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pain thessalien non levé qui ressemble à δράμις.
Étymologie: DELG mot dialectal technique et rituel, sans étym. ; cf. δαράται.

Greek (Liddell-Scott)

δάρατος: ὁ, εἶδος Θεσσαλικοῦ ἄρτου, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β.

Greek Monolingual

δάρατος, ο (Α)
1. είδος ψωμιού στη Θεσσαλία
2. (το ουδ.) δάρατον, το
ψωμί ζυμωμένο χωρίς προζύμι
3. (το θηλ. στον πληθ.) δαράται
γλυκίσματα που προσφέρονται στις τελετές του γάμου ή της καταγραφής τών παιδιών από τη φατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. διαλεκτική της τεχνικής και τελετουργικής ορολογίας].