ταρακτικός: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(13_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taraktikos | |Transliteration C=taraktikos | ||
|Beta Code=taraktiko/s | |Beta Code=taraktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ταρακτική, ταρακτικόν, [[disturbing]], τῆς ψυχῆς Plu.''Crass.''23 (Sup.); ταρακτικοὶ καὶ [[νεωτεριστής|νεωτερισταί]], of [[political]] [[agitator]]s, D.H. 5.75; of food [[that does not agree with the stomach]], τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; [[οἶνος]] ταρακτικός ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; <b class="b3">ταρακτικός τῆς κοιλίας</b> Id. ap. Ath.3.92b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; [[μέλος]] τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] [[beunruhigend]], [[verwirrend]]; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; [[μέλος]] τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[propre à troubler]], [[propre à agiter]], gén..<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰρακτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[приводящий в замешательство]], [[вызывающий смятение]] (τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[вносящий расстройство]], [[сильно возбуждающий]] (ἡδοναί Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ταρακτικός''': -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. [[οἶνος]] [[αὐτόθι]] 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ή, -ό / [[ταρακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ταραχτικός]], -ή, -ό, Ν [[ταράκτης]]<br />αυτός που προκαλεί [[ταραχή]], ψυχική [[αναστάτωση]], [[συνταρακτικός]] (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ταρακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[στασιαστής]] («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰρακτικός:''' -ή, -όν ([[ταράσσω]]), αυτός που διαταράζει, προκαλεί [[αναταραχή]], [[αναστάτωση]], με γεν., <i>τῆς ψυχῆς</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾰρακτικός, ή, όν [[ταράσσω]]<br />disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ταρακτική, ταρακτικόν, disturbing, τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23 (Sup.); ταρακτικοὶ καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach, τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; οἶνος ταρακτικός ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; ταρακτικός τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.
German (Pape)
[Seite 1069] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; μέλος τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à troubler, propre à agiter, gén..
Étymologie: ταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρακτικός:
1 приводящий в замешательство, вызывающий смятение (τῆς ψυχῆς Plut.);
2 вносящий расстройство, сильно возбуждающий (ἡδοναί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ταρακτικός: -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. οἶνος αὐτόθι 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.
Greek Monolingual
ή, -ό / ταρακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, -ή, -ό, Ν ταράκτης
αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταρακτικός
(για πρόσ.) στασιαστής («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)
2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές.
Greek Monotonic
τᾰρακτικός: -ή, -όν (ταράσσω), αυτός που διαταράζει, προκαλεί αναταραχή, αναστάτωση, με γεν., τῆς ψυχῆς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
τᾰρακτικός, ή, όν ταράσσω
disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.