Κυκλώπειος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "*" to "*") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Kyklopeios | |Transliteration C=Kyklopeios | ||
|Beta Code=*kuklw/peios | |Beta Code=*kuklw/peios | ||
|Definition=α, ον (in | |Definition=α, ον (in Eust. 1634.35, al., ος, ον), ([[Κύκλωψ]]) [[Cyclopean]], used of prehistoric architecture attributed to the Cyclopes, applied to [[Mycenae]], E.''El.''1158 (lyr.); to ancient buildings near Nauplia, Str.8.6.2.<br><span class="bld">2</span> [[proverb|prov.]], [[Κυκλώπειος βίος]] = [[uncivilized]] [[life]], Id.11.4.3, Max.Tyr.21.7 ([[varia lectio|v.l.]] [[Κυκλώπιος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Κυκλώπιος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κυκλώπειος:''' Eur. = [[Κυκλώπιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κυκλώπειος''': -α, -ον, παρ’ Εὐστ. 1634, 35, κτλ., ος, ον· ([[Κύκλωψ]])· ― εἰς τοὺς Κύκλωπας ἀνήκων, συνήθως ἐπὶ τῶν οἰκοδομῶν τῶν ἀποδιδομένων εἰς τοὺς Κύκλωπας (τῶν καλουμένων καὶ Πελασγικῶν), καὶ ἐν [[ταύτῃ]] τῇ ἐννοίᾳ συνεχῶς ἡ [[λέξις]] ἀναφέρεται εἰς τὰς Μυκήνας (πρβλ. [[Κύκλωψ]] Ι. 2) ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 222, Εὐρ. Ἠλ. 1158, Ἡρ. Μαιν. 15, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 265· ἐπὶ παλαιῶν οἰκοδομῶν παρὰ τὸ Ναύπλιον, Στράβ. 369· περὶ τοῦ εἴδους τούτου τῆς τοιχοδομίας ἴδε Müller Archaol. d. Kunst § 45. 2) παροιμ., κ. [[βίος]], [[ἄγριος]] [[βίος]], Στράβ. 502, Μάξ. Τύρ. 21. 7· πρβλ. [[Κυκλωπικῶς]]. | |lstext='''Κυκλώπειος''': -α, -ον, παρ’ Εὐστ. 1634, 35, κτλ., ος, ον· ([[Κύκλωψ]])· ― εἰς τοὺς Κύκλωπας ἀνήκων, συνήθως ἐπὶ τῶν οἰκοδομῶν τῶν ἀποδιδομένων εἰς τοὺς Κύκλωπας (τῶν καλουμένων καὶ Πελασγικῶν), καὶ ἐν [[ταύτῃ]] τῇ ἐννοίᾳ συνεχῶς ἡ [[λέξις]] ἀναφέρεται εἰς τὰς Μυκήνας (πρβλ. [[Κύκλωψ]] Ι. 2) ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 222, Εὐρ. Ἠλ. 1158, Ἡρ. Μαιν. 15, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 265· ἐπὶ παλαιῶν οἰκοδομῶν παρὰ τὸ Ναύπλιον, Στράβ. 369· περὶ τοῦ εἴδους τούτου τῆς τοιχοδομίας ἴδε Müller Archaol. d. Kunst § 45. 2) παροιμ., κ. [[βίος]], [[ἄγριος]] [[βίος]], Στράβ. 502, Μάξ. Τύρ. 21. 7· πρβλ. [[Κυκλωπικῶς]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Κυκλώπειος]] <br /> | |sltr=[[Κυκλώπειος]] <br /><b>1</b> Cyclopean Κυκλώπειον ἐπὶ [[πρόθυρον]] Εὐρυσθέος (-είων ἐπὶ πρόθυρων [[varia lectio|v.l.]]: i. e. to [[Tiryns]]) fr. 169. 7. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κυκλώπειος:''' -α, -ον ([[Κύκλωψ]]), [[Κυκλώπειος]], κοινώς χρησιμοποιείται για την [[αρχιτεκτονική]] που αποδιδόταν στους Κύκλωπες (ονομαζόταν επίσης [[Πελασγικός]]), σε Ευρ. | |lsmtext='''Κυκλώπειος:''' -α, -ον ([[Κύκλωψ]]), [[Κυκλώπειος]], κοινώς χρησιμοποιείται για την [[αρχιτεκτονική]] που αποδιδόταν στους Κύκλωπες (ονομαζόταν επίσης [[Πελασγικός]]), σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Κυκλώπειος]], η, ον [[Κύκλωψ]]<br />Cyclopean, [[commonly]] used of the [[architecture]] attributed to the Cyclopes, (also called Πελασγικόσ), Eur. | |mdlsjtxt=[[Κυκλώπειος]], η, ον [[Κύκλωψ]]<br />Cyclopean, [[commonly]] used of the [[architecture]] attributed to the Cyclopes, (also called Πελασγικόσ), Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον (in Eust. 1634.35, al., ος, ον), (Κύκλωψ) Cyclopean, used of prehistoric architecture attributed to the Cyclopes, applied to Mycenae, E.El.1158 (lyr.); to ancient buildings near Nauplia, Str.8.6.2.
2 prov., Κυκλώπειος βίος = uncivilized life, Id.11.4.3, Max.Tyr.21.7 (v.l. Κυκλώπιος).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. Κυκλώπιος.
Russian (Dvoretsky)
Κυκλώπειος: Eur. = Κυκλώπιος.
Greek (Liddell-Scott)
Κυκλώπειος: -α, -ον, παρ’ Εὐστ. 1634, 35, κτλ., ος, ον· (Κύκλωψ)· ― εἰς τοὺς Κύκλωπας ἀνήκων, συνήθως ἐπὶ τῶν οἰκοδομῶν τῶν ἀποδιδομένων εἰς τοὺς Κύκλωπας (τῶν καλουμένων καὶ Πελασγικῶν), καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ συνεχῶς ἡ λέξις ἀναφέρεται εἰς τὰς Μυκήνας (πρβλ. Κύκλωψ Ι. 2) ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 222, Εὐρ. Ἠλ. 1158, Ἡρ. Μαιν. 15, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 265· ἐπὶ παλαιῶν οἰκοδομῶν παρὰ τὸ Ναύπλιον, Στράβ. 369· περὶ τοῦ εἴδους τούτου τῆς τοιχοδομίας ἴδε Müller Archaol. d. Kunst § 45. 2) παροιμ., κ. βίος, ἄγριος βίος, Στράβ. 502, Μάξ. Τύρ. 21. 7· πρβλ. Κυκλωπικῶς.
English (Slater)
Κυκλώπειος
1 Cyclopean Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος (-είων ἐπὶ πρόθυρων v.l.: i. e. to Tiryns) fr. 169. 7.
Greek Monotonic
Κυκλώπειος: -α, -ον (Κύκλωψ), Κυκλώπειος, κοινώς χρησιμοποιείται για την αρχιτεκτονική που αποδιδόταν στους Κύκλωπες (ονομαζόταν επίσης Πελασγικός), σε Ευρ.
Middle Liddell
Κυκλώπειος, η, ον Κύκλωψ
Cyclopean, commonly used of the architecture attributed to the Cyclopes, (also called Πελασγικόσ), Eur.