ἔνθεμα: Difference between revisions
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enthema | |Transliteration C=enthema | ||
|Beta Code=e)/nqema | |Beta Code=e)/nqema | ||
|Definition=ατος, τό, <span class=" | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[thing put in]], [[graft]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.6.8.<br><span class="bld">II</span> [[deposit]], of money in a bank, ''CIG''3599.15 (Ilium).<br><span class="bld">III</span> [[ornament]], ἐ. τῶν τραχήλων [[LXX]] ''Ca.''4.9.<br><span class="bld">IV</span> [[reservoir]], POxy. 1830.9, al. (vi A. D.). (Cf. [[ἔνθημα]].) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> bot. [[esqueje]], [[injerto]] Thphr.<i>CP</i> 1.6.7, 8, τῶν μήλων ... τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα <i>Gp</i>.3.3.9, cf. 10.75.4.<br /><b class="num">II</b> ref. a lo que se guarda<br /><b class="num">1</b> [[cantidad principal en depósito]], [[depósito de dinero]] τοὺς δὲ τραπε[ζ] ίτας ... ἔχειν ἔ. (τὰ διάφορα) que los banqueros dispongan de la suma como depósito principal</i>, <i>IIl</i>.52.13, cf. 15 (I a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[depósito de agua]], [[embalse]] ἀπὸ ἀναβά(σεως) ἐν τ(ῷ) ἐνθ(έματι) ... después de la crecida (de las aguas del Nilo, hay) en el embalse ...</i>, <i>SB</i> 15622.8 (II d.C.), cf. <i>POxy</i>.1830.9, <i>PRainer Cent</i>.125.10 (ambos VI d.C.).<br /><b class="num">III</b> ref. a lo que se impone<br /><b class="num">1</b> [[galardón]], [[premio]] en unos juegos <i>IArykanda</i> 40.4 (I d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. (χαρά) ἀποταγῆς ἔ. la alegría es el galardón de la renuncia al mundo</i>, Nil.M.79.1144A.<br /><b class="num">2</b> [[adorno]] ἐ. τραχήλων σου [[LXX]] <i>Ca</i>.4.9, crist. alegór. ἐν ... τῷ ἐνθέματι τοῦ τραχήλου σου τὸν τοῦ Χριστοῦ ὁρῶμεν ζυγόν Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.260.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνθεμα''': τό, τὸ ἐντιθέμενον κατὰ τοὺς ἐγκεντρισμοὺς τῶν δένδρων, «μπόλι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7· τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Γεωπ. 3. 3, 9. ΙΙ. [[παρακαταθήκη]] χρηματικὴ κατατεθειμένη εἰς τράπεζαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3599. 13. | |lstext='''ἔνθεμα''': τό, τὸ ἐντιθέμενον κατὰ τοὺς ἐγκεντρισμοὺς τῶν δένδρων, «μπόλι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7· τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Γεωπ. 3. 3, 9. ΙΙ. [[παρακαταθήκη]] χρηματικὴ κατατεθειμένη εἰς τράπεζαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3599. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἔνθεμα]]) [[εντίθημι]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[ενθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[εμβόλιο]] δέντρων, [[μπόλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κομμάτι]] ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο [[τμήμα]] άλλου ξύλου ή το επιμηκύνει, [[μάτισμα]], [[προσθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάθεση]] χρημάτων στην [[τράπεζα]]<br /><b>2.</b> [[στολίδι]], [[κόσμημα]] («ἐνθέματι τραχήλων σου», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[δεξαμενή]], [[αποθήκη]] νερού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A thing put in, graft, Thphr. CP 1.6.8.
II deposit, of money in a bank, CIG3599.15 (Ilium).
III ornament, ἐ. τῶν τραχήλων LXX Ca.4.9.
IV reservoir, POxy. 1830.9, al. (vi A. D.). (Cf. ἔνθημα.)
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I bot. esqueje, injerto Thphr.CP 1.6.7, 8, τῶν μήλων ... τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Gp.3.3.9, cf. 10.75.4.
II ref. a lo que se guarda
1 cantidad principal en depósito, depósito de dinero τοὺς δὲ τραπε[ζ] ίτας ... ἔχειν ἔ. (τὰ διάφορα) que los banqueros dispongan de la suma como depósito principal, IIl.52.13, cf. 15 (I a.C.).
2 depósito de agua, embalse ἀπὸ ἀναβά(σεως) ἐν τ(ῷ) ἐνθ(έματι) ... después de la crecida (de las aguas del Nilo, hay) en el embalse ..., SB 15622.8 (II d.C.), cf. POxy.1830.9, PRainer Cent.125.10 (ambos VI d.C.).
III ref. a lo que se impone
1 galardón, premio en unos juegos IArykanda 40.4 (I d.C.)
•fig. (χαρά) ἀποταγῆς ἔ. la alegría es el galardón de la renuncia al mundo, Nil.M.79.1144A.
2 adorno ἐ. τραχήλων σου LXX Ca.4.9, crist. alegór. ἐν ... τῷ ἐνθέματι τοῦ τραχήλου σου τὸν τοῦ Χριστοῦ ὁρῶμεν ζυγόν Gr.Nyss.Hom.in Cant.260.3.
German (Pape)
[Seite 841] τό, das Eingesetzte, Pfropf- od. Senkreis, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθεμα: τό, τὸ ἐντιθέμενον κατὰ τοὺς ἐγκεντρισμοὺς τῶν δένδρων, «μπόλι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7· τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Γεωπ. 3. 3, 9. ΙΙ. παρακαταθήκη χρηματικὴ κατατεθειμένη εἰς τράπεζαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3599. 13.
Greek Monolingual
το (AM ἔνθεμα) εντίθημι
1. το αποτέλεσμα του ενθέτω
2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι
νεοελλ.
κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή το επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη
αρχ.
1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα
2. στολίδι, κόσμημα («ἐνθέματι τραχήλων σου», ΠΔ)
3. δεξαμενή, αποθήκη νερού.