λιβάδιον: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=livadion
|Transliteration C=livadion
|Beta Code=liba/dion
|Beta Code=liba/dion
|Definition=[ᾰ], τό, (λιβάς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[small spring]], πότιμα λ. Plu.2.913c; [[small stream]], λ. ὀλεθρίου ὕδατος <span class="bibl">Str.8.8.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in the common dialect, [[a wet place]], <span class="bibl">Eust.1358.54</span>, Thom.Mag.<span class="bibl">p.223</span> R.; = [[χωρίον βοτανῶδες]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[κενταύρειον τὸ μικρόν]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>25.68</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], τό, ([[λιβάς]])<br><span class="bld">A</span> [[small spring]], πότιμα λ. Plu.2.913c; [[small stream]], λ. ὀλεθρίου ὕδατος Str.8.8.4.<br><span class="bld">II</span> in the common dialect, [[a wet place]], Eust.1358.54, Thom.Mag.p.223 R.; = [[χωρίον βοτανῶδες]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> = [[κενταύρειον τὸ μικρόν]], Plin.''HN''25.68.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von [[λιβάς]], kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς [[σταλαγμός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von [[λιβάς]], kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς [[σταλαγμός]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[un peu d'eau]].<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐβάδιον:''' (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβάδιον''': τό, (λιβὰς) [[ὕδωρ]], πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς [[ῥύαξ]], λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «[[λιβάδιον]]· μικρὸς [[σταλαγμός]]». ΙΙ. ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ, [[τόπος]] [[ἔνυδρος]], [[λειμών]], «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] βοτάνης, [[κενταύριον]] μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.
|lstext='''λῐβάδιον''': τό, (λιβὰς) [[ὕδωρ]], πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς [[ῥύαξ]], λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «[[λιβάδιον]]· μικρὸς [[σταλαγμός]]». ΙΙ. ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ, [[τόπος]] [[ἔνυδρος]], [[λειμών]], «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] βοτάνης, [[κενταύριον]] μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />un peu d'eau.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐβάδιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λιβάς]], μικρό [[ρυάκι]], σε Στράβ.
|lsmtext='''λῐβάδιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λιβάς]], μικρό [[ρυάκι]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐβάδιον:''' (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of [[λιβάς]]<br />a [[small]] [[stream]], Strab.
|mdlsjtxt=λῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of [[λιβάς]]<br />a [[small]] [[stream]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβάδιον Medium diacritics: λιβάδιον Low diacritics: λιβάδιον Capitals: ΛΙΒΑΔΙΟΝ
Transliteration A: libádion Transliteration B: libadion Transliteration C: livadion Beta Code: liba/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (λιβάς)
A small spring, πότιμα λ. Plu.2.913c; small stream, λ. ὀλεθρίου ὕδατος Str.8.8.4.
II in the common dialect, a wet place, Eust.1358.54, Thom.Mag.p.223 R.; = χωρίον βοτανῶδες, Hsch.
III = κενταύρειον τὸ μικρόν, Plin.HN25.68.

German (Pape)

[Seite 42] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von λιβάς, kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς σταλαγμός.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
un peu d'eau.
Étymologie: λιβάς.

Russian (Dvoretsky)

λῐβάδιον: (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐβάδιον: τό, (λιβὰς) ὕδωρ, πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς ῥύαξ, λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― Κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «λιβάδιον· μικρὸς σταλαγμός». ΙΙ. ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ, τόπος ἔνυδρος, λειμών, «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. ὄνομα βοτάνης, κενταύριον μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.

Greek Monotonic

λῐβάδιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λιβάς, μικρό ρυάκι, σε Στράβ.

Middle Liddell

λῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of λιβάς
a small stream, Strab.