μειωτικός: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meiotikos | |Transliteration C=meiotikos | ||
|Beta Code=meiwtiko/s | |Beta Code=meiwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μειωτική, μειωτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[lowering]] in description, [[diminishing]], ὕψους Longin.42.1; ὑπαρχόντων Vett.Val.10.20; ποταμῶν Heph.Astr.1.20: Medic., [[πλήθους]] (plethora) Gal.1.146; [[waning]], τὸ τῆς σελήνης μ. σχῆμα Vett.Val.41.6.<br><span class="bld">2</span> [[depreciatory]], Phld.''Rh.'' 1.217 S. Adv. [[μειωτικῶς]] S.E.''M.''3.42, D.L.7.53. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
μειωτική, μειωτικόν,
A lowering in description, diminishing, ὕψους Longin.42.1; ὑπαρχόντων Vett.Val.10.20; ποταμῶν Heph.Astr.1.20: Medic., πλήθους (plethora) Gal.1.146; waning, τὸ τῆς σελήνης μ. σχῆμα Vett.Val.41.6.
2 depreciatory, Phld.Rh. 1.217 S. Adv. μειωτικῶς S.E.M.3.42, D.L.7.53.
German (Pape)
[Seite 117] zum Verkleinern gehörig, verkleinernd, Longin. 42. – Adv., S. Emp. adv. Math. 3, 42.
Greek (Liddell-Scott)
μειωτικός: -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, ἐλαττωτικός, ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μειωτικός, -ή, -όν) μειωτός
1. αυτός που επιφέρει μείωση
2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός
αρχ.
1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή
2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή.
επίρρ...
μειωτικώς (Α μειωτικῶς)
με μειωτικό τρόπο.