μεθημερινός: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=methimerinos | |Transliteration C=methimerinos | ||
|Beta Code=meqhmerino/s | |Beta Code=meqhmerino/s | ||
|Definition= | |Definition=μεθημερινή, μεθημερινόν, ([[ἡμέρα]])<br><span class="bld">A</span> [[by day]], φῶς Pl.''Ti.''45c; φυλακαί X.''Lac.'' 12.2; <b class="b3">μ. γάμοι</b> prostitution [[in open daylight]], D.18.129, cf. Ph.1.155; <b class="b3">τὸ μεθημερινόν</b> (''[[sc.]]'' [[μέρος]]) Pl.''Sph.''220d.<br><span class="bld">2</span> of fevers, [[remittent quotidian]], Gal. 17(1).221. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0112.png Seite 112]] ή, όν, was bei Tage geschieht, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0112.png Seite 112]] ή, όν, was bei Tage geschieht, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von νυκτηρινόν, Plat. Soph. 220, l; Sp. wie Plut.; – γάμοι, täglich, Dem. 18, 129; vgl. Lob. zu Phryn. p. 54; Cic. ad Her. 4, 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[de jour]], [[qui se fait pendant le jour]];<br /><b>2</b> [[qui se fait en plein jour]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἡμέρα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεθημερῐνός:'''<br /><b class="num">1</b> [[дневной]] ([[φῶς]] Plat.; φάσματα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[совершающийся днем]] (γάμοι Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθημερῐνός''': -ή, -όν, ([[ἡμέρα]]) ὁ καθ’ (ἢ μεθ’) ἡμέραν, ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, Λατ. diurnus, φῶς Πλάτ. Τίμ. 45C· φυλακαὶ Ξεν. Λακ. 12, 2· μ. γάμοι, πορνικῶς γενόμενοι ἐν καιρῷ τῆς ἡμέρας, Δημ. 270. 10, [[ἔνθα]] ἴδε Reisk., πρβλ. Φίλωνα 1. 155· - τὸ μεθημερινόν, ὡς ἐπίρρ. ἐν ἡμέρᾳ, Πλάτ. Σοφ. 220D. | |lstext='''μεθημερῐνός''': -ή, -όν, ([[ἡμέρα]]) ὁ καθ’ (ἢ μεθ’) ἡμέραν, ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, Λατ. diurnus, φῶς Πλάτ. Τίμ. 45C· φυλακαὶ Ξεν. Λακ. 12, 2· μ. γάμοι, πορνικῶς γενόμενοι ἐν καιρῷ τῆς ἡμέρας, Δημ. 270. 10, [[ἔνθα]] ἴδε Reisk., πρβλ. Φίλωνα 1. 155· - τὸ μεθημερινόν, ὡς ἐπίρρ. ἐν ἡμέρᾳ, Πλάτ. Σοφ. 220D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεθημερῐνός:''' -ή, -όν ([[ἡμέρα]]), αυτός που συμβαίνει κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''μεθημερῐνός:''' -ή, -όν ([[ἡμέρα]]), αυτός που συμβαίνει κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
μεθημερινή, μεθημερινόν, (ἡμέρα)
A by day, φῶς Pl.Ti.45c; φυλακαί X.Lac. 12.2; μ. γάμοι prostitution in open daylight, D.18.129, cf. Ph.1.155; τὸ μεθημερινόν (sc. μέρος) Pl.Sph.220d.
2 of fevers, remittent quotidian, Gal. 17(1).221.
German (Pape)
[Seite 112] ή, όν, was bei Tage geschieht, im Gegensatz von νυκτηρινόν, Plat. Soph. 220, l; Sp. wie Plut.; – γάμοι, täglich, Dem. 18, 129; vgl. Lob. zu Phryn. p. 54; Cic. ad Her. 4, 34.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de jour, qui se fait pendant le jour;
2 qui se fait en plein jour.
Étymologie: μετά, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
μεθημερῐνός:
1 дневной (φῶς Plat.; φάσματα Plut.);
2 совершающийся днем (γάμοι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
μεθημερῐνός: -ή, -όν, (ἡμέρα) ὁ καθ’ (ἢ μεθ’) ἡμέραν, ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, Λατ. diurnus, φῶς Πλάτ. Τίμ. 45C· φυλακαὶ Ξεν. Λακ. 12, 2· μ. γάμοι, πορνικῶς γενόμενοι ἐν καιρῷ τῆς ἡμέρας, Δημ. 270. 10, ἔνθα ἴδε Reisk., πρβλ. Φίλωνα 1. 155· - τὸ μεθημερινόν, ὡς ἐπίρρ. ἐν ἡμέρᾳ, Πλάτ. Σοφ. 220D.
Greek Monolingual
μεθημερινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.)
2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα
3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόν
κατά τη διάρκεια της ημέρας, την ημέρα
4. φρ. «μεθημερινοὶ γάμοι» — αναίσχυντες αφροδισιακές απολαύσεις που επισυμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, όχι νυκτερινές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἡμερινός (< ἦμαρ)].
Greek Monotonic
μεθημερῐνός: -ή, -όν (ἡμέρα), αυτός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Ξεν., Δημ.
Middle Liddell
μεθ-ημερῐνός, ή, όν ἡμέρα
happening by day, in open day, Xen., Dem.