μητροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitrofonos
|Transliteration C=mitrofonos
|Beta Code=mhtrofo/nos
|Beta Code=mhtrofo/nos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[murdering one's mother]], <b class="b3">ἀντίποιν' ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας</b> (Casaub. for [[μητροφόνας]]) <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>268</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> as [[substantive]], [[matricide]], ib.<span class="bibl">257</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[slayer of a mother]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>43.147</span>, al.</span>
|Definition=μητροφόνον,<br><span class="bld">A</span> [[murdering one's mother]], <b class="b3">ἀντίποιν' ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας</b> (Casaub. for [[μητροφόνας]]) A.''Eu.''268 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> as [[substantive]], [[matricide]], ib.257 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[slayer of a mother]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 43.147, al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροφόνος Medium diacritics: μητροφόνος Low diacritics: μητροφόνος Capitals: ΜΗΤΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: mētrophónos Transliteration B: mētrophonos Transliteration C: mitrofonos Beta Code: mhtrofo/nos

English (LSJ)

μητροφόνον,
A murdering one's mother, ἀντίποιν' ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας (Casaub. for μητροφόνας) A.Eu.268 (lyr.).
2 as substantive, matricide, ib.257 (lyr.).
II slayer of a mother, Nonn. D. 43.147, al.

German (Pape)

[Seite 180] die Mutter mordend; δύα, Aesch. Eum. 258; subst., der Muttermörder, 246.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
meurtrier de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

μητροφόνος:
I дор. μᾱτροφόνος 2 убивающий мать (δύαι Aesch.).
II дор. ματροφόνος ὁ матереубийца Aesch., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μητροφόνος: -ον, μητροκτόνος, ἀντίποιν’ ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας (οὕτω ὁ Casaub ἀντὶ μητροφόνας), Αἰσχύλ. Εὐμ. 268. 2) ὡς οὐσ., μητραλοίας, φονεὺς τῆς ἰδίας μητρός, αὐτόθι 257.

Greek Monolingual

-ο (Α μητροφόνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) μητροκτόνος
αρχ.
αυτός που φονεύει τη μητέρα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. ανδροφόνος.

Greek Monotonic

μητροφόνος: -ον (*φένω),·
1. αυτός που σκοτώνει τη μητέρα του, μητροκτόνος, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., μητροκτονία, στον ίδ.

Middle Liddell

μητρο-φόνος, ον [*φένω
1. murdering one's mother, matricidal, Aesch.
2. as substantive a matricide, Aesch.

Translations

matricide

Armenian: մայրասպան; Czech: matkovrah; French: matricide; German: Muttermörder, Muttermörderin; Greek: μητροκτόνος; Ancient Greek: ματροφόνος, μητραλοίας, μητραλοίης, μητραλῴας, μητροκτόνος, μητρολέτης, μητρολώας, μητρολῴας, μητρορραίστης, μητροφόνος; Irish: marfóir máthar; Latin: matricida; Polish: matkobójca, matkobójczyni; Portuguese: matricida; Russian: матереубийца; Serbo-Croatian Roman: materoubica, majkoubica; Swedish: modermördare