θεοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theopoios
|Transliteration C=theopoios
|Beta Code=qeopoio/s
|Beta Code=qeopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">making gods</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>786</span>; <b class="b3">θ. τέχνα</b>, = [[θεοποιητική]], <span class="title">AP</span>9.774 (Glauc.); οὐ θ. τις ἀλλ' ἀνθρωποποιὸς ὤν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>20</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">making into gods, deifying</b>, Dam.(?)ap.Suid. s.v. [[ἀποκλήρωσις; παραγγέλματα]] Hierocl.<b class="b2">inCA</b><span class="bibl">19p.462M.</span></span>
|Definition=θεοποιόν,<br><span class="bld">A</span> [[making gods]], Ar.''Fr.''786; [[θεοποιὸς τέχνα]] = [[θεοποιητική]], ''AP''9.774 (Glauc.); οὐ θεοποιός τις ἀλλ' [[ἀνθρωποποιός|ἀνθρωποποιὸς]] ὤν Luc.''Philops.''20.<br><span class="bld">II</span> [[making into gods]], [[deifying]], Dam.(?)ap.Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀποκλήρωσις]]; παραγγέλματα Hierocl.inCA19p.462M.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1197.png Seite 1197]] Götterbilder machend, Poll. 1, 13; [[τέχνη]] Glauc. ep. (IX, 774); Luc. Philops. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1197.png Seite 1197]] Götterbilder machend, Poll. 1, 13; [[τέχνη]] Glauc. ep. (IX, 774); Luc. Philops. 20.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />[[qui divinise]].<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ Luc. = [[θεοπλάστης]].<br />изготовляющий изображения богов ([[τέχνη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων θεούς, [[θεοπλάστης]], [[Πολυδ]]. Α΄, 12∙ ἡ θ. [[τέχνη]] = θεοποιητική, Ἀνθ. Π. 9. 774. ΙΙ. ὁ μεταβάλλων εἰς θεούς, ἀποθεῶν, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[λῆξις]].
|lstext='''θεοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων θεούς, [[θεοπλάστης]], Πολυδ. Α΄, 12∙ ἡ θ. [[τέχνη]] = θεοποιητική, Ἀνθ. Π. 9. 774. ΙΙ. ὁ μεταβάλλων εἰς θεούς, ἀποθεῶν, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[λῆξις]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[θεοποιός]], -όν)<br />αυτός που κατασκευάζει εικόνες ή αγάλματα θεών («ἁ θεοποιὸς τέχνα» — η [[θεοποιητική]])<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κάνει κάποιον μέτοχο της θείας φύσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[αγαθοποιός]], [[ειδοποιός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που δημιουργεί, φτιάχνει θεούς, σε Ανθ. Π.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] gods, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοποιός Medium diacritics: θεοποιός Low diacritics: θεοποιός Capitals: ΘΕΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: theopoiós Transliteration B: theopoios Transliteration C: theopoios Beta Code: qeopoio/s

English (LSJ)

θεοποιόν,
A making gods, Ar.Fr.786; ἁ θεοποιὸς τέχνα = θεοποιητική, AP9.774 (Glauc.); οὐ θεοποιός τις ἀλλ' ἀνθρωποποιὸς ὤν Luc.Philops.20.
II making into gods, deifying, Dam.(?)ap.Suid. s.v. ἀποκλήρωσις; παραγγέλματα Hierocl.inCA19p.462M.

German (Pape)

[Seite 1197] Götterbilder machend, Poll. 1, 13; τέχνη Glauc. ep. (IX, 774); Luc. Philops. 20.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui divinise.
Étymologie: θεός, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

θεοποιός: II ὁ Luc. = θεοπλάστης.
изготовляющий изображения богов (τέχνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θεοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων θεούς, θεοπλάστης, Πολυδ. Α΄, 12∙ ἡ θ. τέχνη = θεοποιητική, Ἀνθ. Π. 9. 774. ΙΙ. ὁ μεταβάλλων εἰς θεούς, ἀποθεῶν, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. λῆξις.

Greek Monolingual

-ό (AM θεοποιός, -όν)
αυτός που κατασκευάζει εικόνες ή αγάλματα θεών («ἁ θεοποιὸς τέχνα» — η θεοποιητική)
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει κάποιον μέτοχο της θείας φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. αγαθοποιός, ειδοποιός.

Greek Monotonic

θεοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που δημιουργεί, φτιάχνει θεούς, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θεο-ποιός, όν ποιέω
making gods, Anth.