φθόριος: Difference between revisions
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthorios | |Transliteration C=fthorios | ||
|Beta Code=fqo/rios | |Beta Code=fqo/rios | ||
|Definition= | |Definition=φθόριον,<br><span class="bld">A</span> [[destructive]]: especially of means [[to produce abortion]], πεσσός Hp.''Jusj.''; φ. ἐμβούων Dsc.5.67, cf. Sor.1.60: [[φθόρια]], τά, = [[φθορεῖα]], Dsc.2.164, Plu. 2.134f.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">φθόριον ἕδνον</b> sum given to a bride as compensation for loss of virginity, ''PSI''9.1075.6 (v A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ [[φθορά]] ή [[φθόρος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φθόριον</i><br />φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]],χρήσιμο για τη [[διακοπή]] της κύησης, για [[έκτρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[φθορά]], [[ιδίως]] [[έκτρωση]], [[βλαπτικός]] | |mltxt=-ον, ΜΑ [[φθορά]] ή [[φθόρος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φθόριον</i><br />φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]],χρήσιμο για τη [[διακοπή]] της κύησης, για [[έκτρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[φθορά]], [[ιδίως]] [[έκτρωση]], [[βλαπτικός]]·2. <b>φρ.</b> «φθόριον [[ἕδνον]]» — [[ποσό]] που δινόταν στη [[νύφη]] ως [[αποζημίωση]] για την [[απώλεια]] της [[παρθενίας]] της <b>πάπ.</b>. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
φθόριον,
A destructive: especially of means to produce abortion, πεσσός Hp.Jusj.; φ. ἐμβούων Dsc.5.67, cf. Sor.1.60: φθόρια, τά, = φθορεῖα, Dsc.2.164, Plu. 2.134f.
II φθόριον ἕδνον sum given to a bride as compensation for loss of virginity, PSI9.1075.6 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 1273] ον, geschickt zum Verderben, Zerstören, bes. φάρμακον, Mittel die Leibesfrucht zu tödten und abzutreiben, Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre à détruire ; τὸ φθόριον (φάρμακον) drogue pour faire avorter.
Étymologie: φθορά.
Greek (Liddell-Scott)
φθόριος: -ον, καταστρεπτικός. ― Ἐπὶ τῶν πρὸς ἐξάμβλωσιν χρησίμων φαρμάκων, ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω Ἱππ. Ὅρκ.· φθόριος ἐμβρύων οἶνος Διοσκ. 5. 77, Πλούτ. 2. 134F.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ φθορά ή φθόρος
το ουδ. ως ουσ. τὸ φθόριον
φαρμακευτικό παρασκεύασμα,χρήσιμο για τη διακοπή της κύησης, για έκτρωση
αρχ.
1. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί φθορά, ιδίως έκτρωση, βλαπτικός·2. φρ. «φθόριον ἕδνον» — ποσό που δινόταν στη νύφη ως αποζημίωση για την απώλεια της παρθενίας της πάπ..