ὁλοσχέρεια: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oloschereia
|Transliteration C=oloschereia
|Beta Code=o(losxe/reia
|Beta Code=o(losxe/reia
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">general survey</b> or <b class="b2">estimate</b>, <span class="bibl">Str.2.1.24</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span> 20</span> ; <b class="b3">καθ' ὁλοσχέρειαν</b> in <b class="b2">general terms</b>, διαλέγεσθαι Phld.<span class="title">Rh.</span>1.251 S. ; <b class="b3">κατὰ ὁλοσχέρειαν</b>, opp. <b class="b3">κατὰ μέρη</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.53</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">lumpiness, solidity</b>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.24.34</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[general survey]] or [[estimate]], Str.2.1.24, Corn.''ND'' 20; <b class="b3">καθ' ὁλοσχέρειαν</b> in [[general terms]], διαλέγεσθαι Phld.''Rh.''1.251 S.; <b class="b3">κατὰ ὁλοσχέρειαν</b>, opp. <b class="b3">κατὰ μέρη</b>, S.E.''M.''10.53.<br><span class="bld">2</span> [[lumpiness]], [[solidity]], Ruf. ap. Orib.8.24.34.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ἡ, Gesammtheit, allgemeine Übersicht oder Berechnung in Bausch und Bogen; Strab. 2, 1, 23; οἱ ἐν τῷ αὐτῷ καθ' ὁλοσχέρειαν χρόνῳ γεννηθέντες, S. Emp. adv. astrol. 88; <span class="ggns">Gegensatz</span> von κατὰ μέρη, adv. phys. 2, 53.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[universalité]], [[généralité]], [[ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁλοσχερής]].
}}
{{ls
|lstext='''ὁλοσχέρεια''': ἡ, ὁλικότης, [[κεφαλαιώδης]] [[ὑπολογισμός]], Στράβ. 79.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁλοσχέρεια]], ἡ (Α) [[ολοσχερής]]<br /><b>1.</b> γενική [[εποπτεία]], [[επισκόπηση]] ή [[γενικός]], [[κεφαλαιώδης]] [[υπολογισμός]]<br /><b>2.</b> [[στερεότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καθ' ὁλοσχέρειαν» <br />α) σε γενικές γραμμές<br />β) στο [[σύνολο]], συνολικώς, όχι [[κατά]] μέρη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁλοσχέρεια:''' ἡ, γενικού τύπου [[διερεύνηση]] ή [[συνυπολογισμός]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁλοσχέρεια]], ἡ,<br />a [[general]] [[survey]] or [[estimate]], Strab. [from [[ὁλοσχερής]]
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοσχέρεια Medium diacritics: ὁλοσχέρεια Low diacritics: ολοσχέρεια Capitals: ΟΛΟΣΧΕΡΕΙΑ
Transliteration A: holoschéreia Transliteration B: holoschereia Transliteration C: oloschereia Beta Code: o(losxe/reia

English (LSJ)

ἡ,
A general survey or estimate, Str.2.1.24, Corn.ND 20; καθ' ὁλοσχέρειαν in general terms, διαλέγεσθαι Phld.Rh.1.251 S.; κατὰ ὁλοσχέρειαν, opp. κατὰ μέρη, S.E.M.10.53.
2 lumpiness, solidity, Ruf. ap. Orib.8.24.34.

German (Pape)

[Seite 327] ἡ, Gesammtheit, allgemeine Übersicht oder Berechnung in Bausch und Bogen; Strab. 2, 1, 23; οἱ ἐν τῷ αὐτῷ καθ' ὁλοσχέρειαν χρόνῳ γεννηθέντες, S. Emp. adv. astrol. 88; Gegensatz von κατὰ μέρη, adv. phys. 2, 53.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
universalité, généralité, ensemble.
Étymologie: ὁλοσχερής.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσχέρεια: ἡ, ὁλικότης, κεφαλαιώδης ὑπολογισμός, Στράβ. 79.

Greek Monolingual

ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) ολοσχερής
1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός
2. στερεότητα
3. φρ. «καθ' ὁλοσχέρειαν»
α) σε γενικές γραμμές
β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη.

Greek Monotonic

ὁλοσχέρεια: ἡ, γενικού τύπου διερεύνηση ή συνυπολογισμός, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὁλοσχέρεια, ἡ,
a general survey or estimate, Strab. [from ὁλοσχερής