κεραμεία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerameia
|Transliteration C=kerameia
|Beta Code=keramei/a
|Beta Code=keramei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the potter's craft</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>324e</span>: prov., <b class="b3">ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν</b>, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>514e</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">La.</span>187b</span>, Dicaearch. Hist.<span class="bibl">51</span>; <b class="b3">τῆς αὐτῆς κ</b>., of the same <b class="b2">make</b>, Eratosth. ap. <span class="bibl">Ath.11.482b</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[the potter's craft]], [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 324e: [[proverb|prov.]], <b class="b3">ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν</b>, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, Id.''Grg.''514e, cf.''La.''187b, Dicaearch. Hist.51; <b class="b3">τῆς αὐτῆς κ.</b>, of the same [[make]], Eratosth. ap. Ath.11.482b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] ἡ, Töpferei, Töpferkunst; Plat. Prot. 324 e; ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν, sprichwörtlich: die Sache beim verkehrten Ende anfangen, Gorg. 514 e, vgl. Schol.; [[ἦσαν]] δὲ καὶ οὗτοι οἱ κότυλοι τῆς αὐτῆς κεραμείας Ath. XI, 482 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] ἡ, Töpferei, Töpferkunst; Plat. Prot. 324 e; ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν, sprichwörtlich: die Sache beim verkehrten Ende anfangen, Gorg. 514 e, vgl. Schol.; [[ἦσαν]] δὲ καὶ οὗτοι οἱ κότυλοι τῆς αὐτῆς κεραμείας Ath. XI, 482 b.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[art du potier]].<br />'''Étymologie:''' [[κεραμεύς]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεραμεία -ας, ἡ [κεραμεύς] pottenbakkerskunst, spreekw.: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν de pottenbakkerskunst leren aan de hand van de grote aarden pot (niet gehinderd worden door enige kennis) Plat. Grg. 514c.
}}
{{elru
|elrutext='''κερᾰμεία:''' ἡ гончарное ремесло: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν погов. Plat. изучать гончарное искусство на самых крупных сосудах, т. е. начинать со слишком трудного, не с того конца.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾰμεία''': ἡ, κεραμουργία, ἡ [[τέχνη]] ἢ τὸ [[ἔργον]] τοῦ κεραμέως, Πλατ. Πρωτ. 324C· παροιμ., ἐν πίθῳ τὴν κερ. μανθάνειν, ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τὰ δυσκολώτατα πρὶν ἢ μάθωσι τὰ ἁπλούστατα τῆς τέχνης στοιχεῖα, Πλάτ. Γοργ. 514Ε, πρβλ. Λάχ. 187Β, ἴδε Παροιμιογρ. σ. 46, 294· τῆς αὐτῆς κ., τῆς αὐτῆς κατασκευῆς, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 483Β.
|lstext='''κερᾰμεία''': ἡ, κεραμουργία, ἡ [[τέχνη]] ἢ τὸ [[ἔργον]] τοῦ κεραμέως, Πλατ. Πρωτ. 324C· παροιμ., ἐν πίθῳ τὴν κερ. μανθάνειν, ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τὰ δυσκολώτατα πρὶν ἢ μάθωσι τὰ ἁπλούστατα τῆς τέχνης στοιχεῖα, Πλάτ. Γοργ. 514Ε, πρβλ. Λάχ. 187Β, ἴδε Παροιμιογρ. σ. 46, 294· τῆς αὐτῆς κ., τῆς αὐτῆς κατασκευῆς, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 483Β.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />art du potier.<br />'''Étymologie:''' [[κεραμεύς]].
|mltxt=[[κεραμεία]], ἡ (Α) [[κεραμεύς]]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του κεραμέα, η κεραμευτική («οὐ [[τεκτονική]], οὐδὲ [[χαλκεία]] οὐδὲ [[κεραμεία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐν τῇ πίθῳ τὴν κεραμείαν ἐπιχειρεῖν μανθάνειν», δηλ. προσπαθεί να μάθει την [[τέχνη]] της κεραμευτικής και αρχίζει από την [[κατασκευή]] πιθαριών<br />λεγόταν γι' αυτούς που προσπαθούν να μάθουν τα δυσκολότερα [[πριν]] μάθουν τα στοιχειώδη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κερᾰμεία:''' ἡ ([[κεραμεύς]]), κεραμική [[τέχνη]] ή [[επιδεξιότητα]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κερᾰμεία, ἡ, [[κεραμεύς]]<br />the [[potter]]'s art or [[craft]], Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[art of working in clay]]
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεία Medium diacritics: κεραμεία Low diacritics: κεραμεία Capitals: ΚΕΡΑΜΕΙΑ
Transliteration A: kerameía Transliteration B: kerameia Transliteration C: kerameia Beta Code: keramei/a

English (LSJ)

ἡ, the potter's craft, Pl.Prt. 324e: prov., ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, Id.Grg.514e, cf.La.187b, Dicaearch. Hist.51; τῆς αὐτῆς κ., of the same make, Eratosth. ap. Ath.11.482b.

German (Pape)

[Seite 1419] ἡ, Töpferei, Töpferkunst; Plat. Prot. 324 e; ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν, sprichwörtlich: die Sache beim verkehrten Ende anfangen, Gorg. 514 e, vgl. Schol.; ἦσαν δὲ καὶ οὗτοι οἱ κότυλοι τῆς αὐτῆς κεραμείας Ath. XI, 482 b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art du potier.
Étymologie: κεραμεύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεία -ας, ἡ [κεραμεύς] pottenbakkerskunst, spreekw.: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν de pottenbakkerskunst leren aan de hand van de grote aarden pot (niet gehinderd worden door enige kennis) Plat. Grg. 514c.

Russian (Dvoretsky)

κερᾰμεία: ἡ гончарное ремесло: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν погов. Plat. изучать гончарное искусство на самых крупных сосудах, т. е. начинать со слишком трудного, не с того конца.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεία: ἡ, κεραμουργία, ἡ τέχνη ἢ τὸ ἔργον τοῦ κεραμέως, Πλατ. Πρωτ. 324C· παροιμ., ἐν πίθῳ τὴν κερ. μανθάνειν, ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τὰ δυσκολώτατα πρὶν ἢ μάθωσι τὰ ἁπλούστατα τῆς τέχνης στοιχεῖα, Πλάτ. Γοργ. 514Ε, πρβλ. Λάχ. 187Β, ἴδε Παροιμιογρ. σ. 46, 294· τῆς αὐτῆς κ., τῆς αὐτῆς κατασκευῆς, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 483Β.

Greek Monolingual

κεραμεία, ἡ (Α) κεραμεύς
1. η τέχνη του κεραμέα, η κεραμευτική («οὐ τεκτονική, οὐδὲ χαλκεία οὐδὲ κεραμεία», Πλάτ.)
2. παροιμ. «ἐν τῇ πίθῳ τὴν κεραμείαν ἐπιχειρεῖν μανθάνειν», δηλ. προσπαθεί να μάθει την τέχνη της κεραμευτικής και αρχίζει από την κατασκευή πιθαριών
λεγόταν γι' αυτούς που προσπαθούν να μάθουν τα δυσκολότερα πριν μάθουν τα στοιχειώδη.

Greek Monotonic

κερᾰμεία: ἡ (κεραμεύς), κεραμική τέχνη ή επιδεξιότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κερᾰμεία, ἡ, κεραμεύς
the potter's art or craft, Plat.

English (Woodhouse)

art of working in clay

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)