ῥίγιον: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rigion
|Transliteration C=rigion
|Beta Code=r(i/gion
|Beta Code=r(i/gion
|Definition=Comp. neut. Adj. formed from [[ῥιγέω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[more]] [[horrible]] or [[miserable]], τό οἱ καὶ ῥ. ἔσται <span class="bibl">Il.1.325</span>, cf. <span class="bibl">563</span>, <span class="bibl">11.405</span>; τὸ δὲ ῥ… ἄλγεα πάσχειν <span class="bibl">Od.20.220</span>; [γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>703</span>; cf. <span class="bibl">Semon.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[colder]], ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται <span class="bibl">Od. 17.191</span>.—The masc. [[ῥιγίων]] is not found.</span>
|Definition=Comp. neut. Adj. formed from [[ῥιγέω]],<br><span class="bld">A</span> [[more]] [[horrible]] or [[miserable]], τό οἱ καὶ ῥ. ἔσται Il.1.325, cf. 563, 11.405; τὸ δὲ ῥ… ἄλγεα πάσχειν Od.20.220; [γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Hes.''Op.''703; cf. Semon.6.<br><span class="bld">II</span> [[colder]], ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Od. 17.191.—The masc. [[ῥιγίων]] is not found.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγιον Medium diacritics: ῥίγιον Low diacritics: ρίγιον Capitals: ΡΙΓΙΟΝ
Transliteration A: rhígion Transliteration B: rhigion Transliteration C: rigion Beta Code: r(i/gion

English (LSJ)

Comp. neut. Adj. formed from ῥιγέω,
A more horrible or miserable, τό οἱ καὶ ῥ. ἔσται Il.1.325, cf. 563, 11.405; τὸ δὲ ῥ… ἄλγεα πάσχειν Od.20.220; [γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Hes.Op.703; cf. Semon.6.
II colder, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Od. 17.191.—The masc. ῥιγίων is not found.

German (Pape)

[Seite 842] neutr. comp. ohne posit., von ῥῖγος, frostiger, kälter, Cd. 17, 191; übh. schauderhafter, schrecklicher, schlimmer für Einen, τινί, oft bei Hom., wie τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται, Il. 1, 325; Hes. O. 701; sp. D. Das masc. u. fem. scheint nicht vorzukommen; den superl. ῥίγιστος s. unten.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 plus froidement;
2 fig. d'une manière plus terrible, plus fâcheuse.
Étymologie: Cp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιστος.

Russian (Dvoretsky)

ῥίγιον: (ρῑ) [adv. compar. от ῥῖγος
1 холоднее: ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Hom. к вечеру станет холоднее;
2 ужаснее, хуже: τὸ δέ τοι καὶ ῥ. ἔσται Hom. это будет для тебя хуже.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίγιον: συγκρ. οὐδέτ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος, ψυχρότερον, παγερώτερον, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Ὀδ. Ρ. 191. ΙΙ. μεταφ. φοβερώτερον, οἰκτρότερον, τὸ οἱ καὶ ῥ. ἔσται Ἰλ. Α. 325, πρβλ. 563, Λ. 405˙ τὸ δὲ ῥ. ἔσται ... ἄλγεα πάσχειν Ὀδ. Υ. 220˙ κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 701˙ πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7. - Τὸ ἀρσεν. ῥιγίων φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.

English (Autenrieth)

(ϝρῖγος), comp.: colder, Od. 17.191; met., more horrible, more terrible, cf. ἄλγιον.—Sup., ῥίγιστος, ῥίγιστα, Il. 5.873†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (συγκρ. του ῥῑγος)
1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.)
2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος].

Greek Monotonic

ῥίγιον: ουδ. συγκρ. επίθ. από το ῥῖγος· ψυχρότερο, πιο κρύο, πιο παγωμένο, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., φοβερότερο, τρομακτικότερο, φρικτότερο, πιο οικτρό, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[neut. comp. adj. formed from ῥῖγος
more frosty, colder, Od.:—metaph. more horrible, Hom.