ὀστρακίτης: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostrakitis | |Transliteration C=ostrakitis | ||
|Beta Code=o)straki/ths | |Beta Code=o)straki/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, < | |Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[ὀστράκινος]], λίθος ὀ. Dsc.5.146, cf. Plin.''HN''36.139; also, [[ostracitis]], = [[ὀστρακίας]], ib.37.177.<br><span class="bld">2</span> fem. [[ὀστρακῖτις]], -ιδος, an [[inferior]] [[variety]] of [[καδμεία]], Dsc.5.74, Plin.''HN'' 37.151.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[cake]], Ath.14.647f. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A = ὀστράκινος, λίθος ὀ. Dsc.5.146, cf. Plin.HN36.139; also, ostracitis, = ὀστρακίας, ib.37.177.
2 fem. ὀστρακῖτις, -ιδος, an inferior variety of καδμεία, Dsc.5.74, Plin.HN 37.151.
II a kind of cake, Ath.14.647f.
German (Pape)
[Seite 400] ὁ, = ὀστρακηρός, bes. – 1) eine Steinart, ostracites, nach Einigen Meerschaum, Diosc., Plin. H. N. 36, 19. – 2) eine Art Kuchen, Ath. XV, 647 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκίτης: -ου, ὁ, = ὀστράκινος, λίθος ὀστρ. Διοσκ. 5. 165, πρβλ. Πλίν. 36. 31· ὡσαύτως = ὀστρακίας, ὁ αὐτ. 37. 65. 2) θηλ. ὀστρακῖτις, ῐδος, = καδμεία, Διοσκ. 5, 84, Πλίν. 37. 56 καὶ 65. ΙΙ εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Ε.
Greek Monolingual
ο (Α ὀστρακίτης)
νεοελλ.
απολίθωμα οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο
αρχ.
1. ως επίθ. οστράκινος («ὀστρακίτης λίθος», Διοσκ.)
2. ο λίθος οστρακίας
3. είδος πίτας
4. είδος φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλίτης)].