καθαρτήριος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathartirios
|Transliteration C=kathartirios
|Beta Code=kaqarth/rios
|Beta Code=kaqarth/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[purificatory]], θυσίαι <span class="bibl">D.H.9.40</span>; <b class="b3">τὰ κ</b>. <span class="bibl">Poll.1.32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">-τήριον</b> (sc. <b class="b3">φάρμακον</b>), τό, <b class="b2">drug which effects</b> <b class="b3">κάθαρσις, λοχείων, ἐπιμηνίων</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span>; [[purgative]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.4</span>, Gal.11.354; <b class="b3">κ. κατωτερικόν</b> Aet.16.52.</span>
|Definition=καθαρτήριον,<br><span class="bld">A</span> [[purificatory]], θυσίαι D.H.9.40; τὰ καθαρτήρια Poll.1.32.<br><span class="bld">II</span> [[καθαρτήριον]] (''[[sc.]]'' [[φάρμακον]]), τό, [[drug]] which [[effect]]s [[κάθαρσις]], [[λοχείων]], [[ἐπιμηνίων]], Hp.''Mul.''1.78; [[purgative]], Aret.''CA''1.4, Gal.11.354; καθαρτήριον κατωτερικόν Aet.16.52.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰθαρτήριος''': -ον, ἀνήκων εἰς καθαρμόν, θυσίαι Διον. Ἀλ. 9. 40· τὰ καθαρτήρια [[Πολυδ]]. Α΄, 32.
|lstext='''κᾰθαρτήριος''': -ον, ἀνήκων εἰς καθαρμόν, θυσίαι Διον. Ἀλ. 9. 40· τὰ καθαρτήρια Πολυδ. Α΄, 32.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καθαρτήριος -ον [καθαρτής] reinigings-; Hp.; subst. τὸ καθαρτήριον purgeermiddel. Hp.
|elnltext=καθαρτήριος -ον [καθαρτής] reinigings-; Hp.; subst. τὸ καθαρτήριον purgeermiddel. Hp.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρτήριος Medium diacritics: καθαρτήριος Low diacritics: καθαρτήριος Capitals: ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kathartḗrios Transliteration B: kathartērios Transliteration C: kathartirios Beta Code: kaqarth/rios

English (LSJ)

καθαρτήριον,
A purificatory, θυσίαι D.H.9.40; τὰ καθαρτήρια Poll.1.32.
II καθαρτήριον (sc. φάρμακον), τό, drug which effects κάθαρσις, λοχείων, ἐπιμηνίων, Hp.Mul.1.78; purgative, Aret.CA1.4, Gal.11.354; καθαρτήριον κατωτερικόν Aet.16.52.

German (Pape)

[Seite 1282] ον, reinigend, sühnend; θυσίαι, Reinigungsopfer, D. Hal. 9, 40, die auch τὰ καθαρτήρια heißen, Poll. 1, 32.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρτήριος: -ον, ἀνήκων εἰς καθαρμόν, θυσίαι Διον. Ἀλ. 9. 40· τὰ καθαρτήρια Πολυδ. Α΄, 32.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM καθαρτήριος, -ον) καθαρτήρ
αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν)
ο τόπος όπου εξαγνίζονται κατά τη μεταθανάτια ζωή με το καθαρτήριο πυρ, πριν εισέλθουν στον παράδεισο, οι ψυχές όσων αμαρτωλών μετανόησαν
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καθαρτήρια
οι εξαγνιστικὲς θυσίες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρτήριος -ον [καθαρτής] reinigings-; Hp.; subst. τὸ καθαρτήριον purgeermiddel. Hp.