μελεδών: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meledon | |Transliteration C=meledon | ||
|Beta Code=meledw/n | |Beta Code=meledw/n | ||
|Definition=ῶνος, ἡ, < | |Definition=ῶνος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[μελεδώνη]] II, Aret.''SD''1.6, Dioscorus in ''PLit.Lond.''98 ii 20.<br><span class="bld">II</span> in plural, = [[μελεδώνη]] ''1'' ([[quod vide|q.v.]]), cj. in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; <b class="b3">τῇσι μελεδώνεσι</b> [[suffering]]s of a [[patient]], Aret.''SD''2.4 (-δόσεσι codd., -δόσι Hude). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶνος (ἡ) :<br />soin, souci.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]]. | |btext=ῶνος (ἡ) :<br />[[soin]], [[souci]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ῶνος, ἡ,
A = μελεδώνη II, Aret.SD1.6, Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 20.
II in plural, = μελεδώνη 1 (q.v.), cj. in Hsch.; τῇσι μελεδώνεσι sufferings of a patient, Aret.SD2.4 (-δόσεσι codd., -δόσι Hude).
German (Pape)
[Seite 121] ῶνος, ἡ, = μελεδώνη, μελεδῶνας, Sorge, H. h. Apoll. 532; Theogn. 883; μελεδῶνες, Phanocl. 1, 5 bei Stob. fl. 64, 14; Hesych. erkl. φροντίδες. Vgl. auch μεληδών. Hierher gehört auch die verderbte Glosse bei Greg. Cor. 558 μελεδανθέων ἀντὶ τοῦ μεριμνῶν, θεραπειῶν. – Nach Hesych. auch ὁ, = Folgdm, φροντιστής, ἐπίτροπος.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ἡ) :
soin, souci.
Étymologie: μέλει.
Russian (Dvoretsky)
μελεδών: ῶνος ἡ HH, Hes. = μελεδώνη.
Greek (Liddell-Scott)
μελεδών: ἴδε ἐν λέξ. μελεδώνη. 2) = ὁ βασιλεύς, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
ῶνος (μέλω) = μελέδημα, Od. 19.517† (v.l. μελεδῶναι).
Greek Monolingual
μελεδών και μεληδών, -ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α)
1. μελέτη
2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.)
3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι
λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ ὀξεῖαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. λατ. επίθημα -do, -donis), πρβλ. αλγηδών, σηπεδών].
Greek Monotonic
μελεδών: ἡ, = μελεδώνη, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Middle Liddell
= μελεδώνη, Hes., etc.]